Anonymous

συνωρίδα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[συνωρίς]], -[[ίδος]], ΝΜΑ, και [[ξυνωρίδα]] Ν, και αττ. τ. ξυ [[νωρίς]] Α<br /><b>1.</b> [[ζευγάρι]] αλόγων ζεμένων στο ίδιο όχημα<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[ζεύγος]] («τέκνων ἀποσπάσας μου τὴν μόνην [[ξυνωρίδα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>στην αρχ.</b>) [[άρμα]] που έσυραν δύο άλογα<br /><b>νεοελλ.</b><br />(συν. με ειρωνική σημ.) [[δυάδα]] αδελφών, αχώριστων [[φίλων]] ή συνεργατών, δίδυμο<br /><b>μσν.</b><br />[[κοινότητα]] μοναχών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[απλώς]]) [[ζεύγος]] αλόγων ή άλλων ζώων, όπως ημιόνων, ελεφάντων κ.ά.<br /><b>2.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[καθετί]] το οποίο συνδέει δύο πράγματα (α. «πέδας τε χεροῑν καὶ ποδοῑν [[ξυνωρίδα]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «[[ὅπου]] γὰρ ἰσχὺς συζυγοὺσι καὶ [[δίκη]], [[ποία]] ξυνωρὶς τῶνδε καρτερωτέρα;», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[νόμισμα]] με την [[εικόνα]] ή τον τύπο ζεύγους αλόγων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνήορος]] / <i>συνᾱορος</i> «[[στενά]] συνδεδεμένος» με [[συναίρεση]] τών -<i>ηο</i>- σε -<i>ω</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ὶς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[πινακίς]])].
|mltxt=η / [[συνωρίς]], -[[ίδος]], ΝΜΑ, και [[ξυνωρίδα]] Ν, και αττ. τ. ξυ [[νωρίς]] Α<br /><b>1.</b> [[ζευγάρι]] αλόγων ζεμένων στο ίδιο όχημα<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[ζεύγος]] («τέκνων ἀποσπάσας μου τὴν μόνην [[ξυνωρίδα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>στην αρχ.</b>) [[άρμα]] που έσυραν δύο άλογα<br /><b>νεοελλ.</b><br />(συν. με ειρωνική σημ.) [[δυάδα]] αδελφών, αχώριστων [[φίλων]] ή συνεργατών, δίδυμο<br /><b>μσν.</b><br />[[κοινότητα]] μοναχών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[απλώς]]) [[ζεύγος]] αλόγων ή άλλων ζώων, όπως ημιόνων, ελεφάντων κ.ά.<br /><b>2.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[καθετί]] το οποίο συνδέει δύο πράγματα (α. «πέδας τε χεροῑν καὶ ποδοῖν [[ξυνωρίδα]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «[[ὅπου]] γὰρ ἰσχὺς συζυγοὺσι καὶ [[δίκη]], [[ποία]] ξυνωρὶς τῶνδε καρτερωτέρα;», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[νόμισμα]] με την [[εικόνα]] ή τον τύπο ζεύγους αλόγων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνήορος]] / <i>συνᾱορος</i> «[[στενά]] συνδεδεμένος» με [[συναίρεση]] τών -<i>ηο</i>- σε -<i>ω</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ὶς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[πινακίς]])].
}}
}}