Anonymous

χορευτής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - ",;" to ";")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[χορεύτρια]], ΝΜΑ, και [[χορεύτρα]] Ν, και χορευτρία Α [[χορεύω]]<br /><b>1.</b> (γενικά) [[άτομο]] που χορεύει<br /><b>2.</b> [[πρόσωπο]] που μετέχει σε χορό δράματος («ὅτε τῇ πρώτῃ τραγῳδίᾳ ἐνίκησεν Ἀγάθων, τῇ ὑστεραίᾳ ᾗ τὰ ἐπινίκια ἔθυεν [[αὐτός]] τε καὶ οἱ χορευταί», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καλλιτέχνης]] που ασχολείται επαγγελματικά με τον χορό<br /><b>2.</b> [[άτομο]] επιδέξιο στον χορό, [[χορευταράς]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «άρεσέ της ο [[χορός]], ήβρε κι άντρα χορευτή» — λέγεται όταν [[κάποιος]] έχει ένα [[πάθος]] το οποίο ενισχύεται από άλλους ή από τις περιστάσεις<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ζώο) αυτός που αναπηδά («[[ὑπὲρ]] ἀργύρῳ δ' ὀχοῦνται ἐπὶ δελφῑσι χορευταῑς», Ανακρεόντ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Χορευτής</i><br />[[προσωνυμία]] του Διονύσου και του Πανός<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θεοῦ [[χορευτής]]» — αφοσιωμένος [[οπαδός]] ενός θεού (<b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=ο, θηλ. [[χορεύτρια]], ΝΜΑ, και [[χορεύτρα]] Ν, και χορευτρία Α [[χορεύω]]<br /><b>1.</b> (γενικά) [[άτομο]] που χορεύει<br /><b>2.</b> [[πρόσωπο]] που μετέχει σε χορό δράματος («ὅτε τῇ πρώτῃ τραγῳδίᾳ ἐνίκησεν Ἀγάθων, τῇ ὑστεραίᾳ ᾗ τὰ ἐπινίκια ἔθυεν [[αὐτός]] τε καὶ οἱ χορευταί», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καλλιτέχνης]] που ασχολείται επαγγελματικά με τον χορό<br /><b>2.</b> [[άτομο]] επιδέξιο στον χορό, [[χορευταράς]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «άρεσέ της ο [[χορός]], ήβρε κι άντρα χορευτή» — λέγεται όταν [[κάποιος]] έχει ένα [[πάθος]] το οποίο ενισχύεται από άλλους ή από τις περιστάσεις<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ζώο) αυτός που αναπηδά («[[ὑπὲρ]] ἀργύρῳ δ' ὀχοῦνται ἐπὶ δελφῑσι χορευταῖς», Ανακρεόντ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Χορευτής</i><br />[[προσωνυμία]] του Διονύσου και του Πανός<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θεοῦ [[χορευτής]]» — αφοσιωμένος [[οπαδός]] ενός θεού (<b>Πλάτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm