Anonymous

τίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "Pl.''Phdr.''" to "Pl.''Phdr.''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[πληρώνω]] [[κάτι]] που [[χρωστώ]], [[καταβάλλω]] [[κάτι]] που [[οφείλω]], απαλλάσσομαι από τις υποχρεώσεις μου ανταποδίδοντας [[κάτι]] («δασμὸν οὐ μικρὸν τίνει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανταμείβω]] κάποιον για [[κάτι]] καλό που μού έχει κάνει, [[ανταποδίδω]] καλό για καλό («καὶ μὴν ὀφείλων γ' ἄν τίνοιμ' αὐτῷ [[χάριν]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] με κακή σημ.) [[επανορθώνω]] [[ζημία]] που έχω κάνει, [[υφίσταμαι]] [[ποινή]] για [[κάτι]] [[κακό]] που διέπραξα, [[πληρώνω]] το [[τίμημα]] που μού επιβλήθηκε (α. «[[δίκην]] τίσουσιν ὄλεθρον αἰώνιον ἀπὸ προσώπου του Κυρίου», ΚΔ<br />β. «τίσεις δὲ αὐτῶν τὴν προσήκουσαν τιμωρίαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>τίνομαι</i><br />α) εκδικούμαι, [[τιμωρώ]] («ἦ τ' ἐφάμην τίσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (με καλή σημ.) [[ανταποδίδω]] καλό («τὸν εὐεργέταν ἀγαναῑς ἀμοιβαῑς... τίνεσθαι», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[τίνω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τίνF</i>-<i>ω</i>, από όπου το μακρό -<i></i>- της ιων. διαλ., ενώ στην αττ. διάλεκτο το -<i>F</i>- σιγάται [[χωρίς]] [[αντέκταση]]) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>ei</i>-/ <i>k</i><sup>w</sup><i>i</i>- «[[προσέχω]], [[παρατηρώ]], [[επιτηρώ]]», απ' όπου η σημ. «[[τιμωρώ]], εκδικούμαι, [[ανταποδίδω]], [[πληρώνω]] [[πρόστιμο]]». Παράλληλα με τον θεματικό ενεστ. [[τίνω]], -<i>ομαι</i>, μαρτυρείται και [[αθέματος]] ενεστ. με έρρινο [[ένθημα]] -<i>νυ</i>-, [[τίνυμαι]], ο [[οποίος]] αντιστοιχεί ακριβώς με τα αρχ. ινδ. <i>cinuti</i>, <i>cinoti</i> «[[παρατηρώ]]» και <i>cayate</i> «[[τιμωρώ]], εκδικούμαι» (<b>πρβλ.</b> αρκαδ. <i>ἀπυ</i>-<i>τειέτω</i>), [[καθώς]] και με το αβεστ. <i>cikay</i>- «[[τιμωρώ]]». Ο [[αθέματος]] ενεστ., εξάλλου, [[τείνυμαι]], με φωνηεντισμό -<i>ει</i>- έχει σχηματιστεί πιθανότατα κατ' [[επίδραση]] του αορ. <i>ἔ</i>-<i>τεισα</i>, ενώ ο παθ. αόρ. <i>ἐτείσθην</i> και οι παρακμ. <i>τέτεικα</i> και <i>τέτεισμαι</i> [[είναι]] σχηματισμοί της Ελληνικής. Στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του [[τίνω]] ανάγεται η λ. [[ποινή]] <b>βλ. λ.</b> με ευρύτερη σημ. από το συνώνυμο παράγωγο [[τίσις]] (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>apa</i>-<i>citi</i>- «[[εκδίκηση]]»). Απίθανη θεωρείται, [[τέλος]], η [[σύνδεση]] τών [[τίνω]] / [[ποινή]] με τα <i>τίω</i> / [[τιμή]] (<b>βλ.</b> και λ. <i>τίω</i>, [[τιμή]]), [[καθώς]] και με το ρ. <i>τηρῶ</i>].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[πληρώνω]] [[κάτι]] που [[χρωστώ]], [[καταβάλλω]] [[κάτι]] που [[οφείλω]], απαλλάσσομαι από τις υποχρεώσεις μου ανταποδίδοντας [[κάτι]] («δασμὸν οὐ μικρὸν τίνει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανταμείβω]] κάποιον για [[κάτι]] καλό που μού έχει κάνει, [[ανταποδίδω]] καλό για καλό («καὶ μὴν ὀφείλων γ' ἄν τίνοιμ' αὐτῷ [[χάριν]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] με κακή σημ.) [[επανορθώνω]] [[ζημία]] που έχω κάνει, [[υφίσταμαι]] [[ποινή]] για [[κάτι]] [[κακό]] που διέπραξα, [[πληρώνω]] το [[τίμημα]] που μού επιβλήθηκε (α. «[[δίκην]] τίσουσιν ὄλεθρον αἰώνιον ἀπὸ προσώπου του Κυρίου», ΚΔ<br />β. «τίσεις δὲ αὐτῶν τὴν προσήκουσαν τιμωρίαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>τίνομαι</i><br />α) εκδικούμαι, [[τιμωρώ]] («ἦ τ' ἐφάμην τίσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (με καλή σημ.) [[ανταποδίδω]] καλό («τὸν εὐεργέταν ἀγαναῑς ἀμοιβαῑς... τίνεσθαι», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[τίνω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τίνF</i>-<i>ω</i>, από όπου το μακρό -<i></i>- της ιων. διαλ., ενώ στην αττ. διάλεκτο το -<i>F</i>- σιγάται [[χωρίς]] [[αντέκταση]]) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>ei</i>-/ <i>k</i><sup>w</sup><i>i</i>- «[[προσέχω]], [[παρατηρώ]], [[επιτηρώ]]», απ' όπου η σημ. «[[τιμωρώ]], εκδικούμαι, [[ανταποδίδω]], [[πληρώνω]] [[πρόστιμο]]». Παράλληλα με τον θεματικό ενεστ. [[τίνω]], -<i>ομαι</i>, μαρτυρείται και [[αθέματος]] ενεστ. με έρρινο [[ένθημα]] -<i>νυ</i>-, [[τίνυμαι]], ο [[οποίος]] αντιστοιχεί ακριβώς με τα αρχ. ινδ. <i>cinuti</i>, <i>cinoti</i> «[[παρατηρώ]]» και <i>cayate</i> «[[τιμωρώ]], εκδικούμαι» (<b>πρβλ.</b> αρκαδ. <i>ἀπυ</i>-<i>τειέτω</i>), [[καθώς]] και με το αβεστ. <i>cikay</i>- «[[τιμωρώ]]». Ο [[αθέματος]] ενεστ., εξάλλου, [[τείνυμαι]], με φωνηεντισμό -<i>ει</i>- έχει σχηματιστεί πιθανότατα κατ' [[επίδραση]] του αορ. <i>ἔ</i>-<i>τεισα</i>, ενώ ο παθ. αόρ. <i>ἐτείσθην</i> και οι παρακμ. <i>τέτεικα</i> και <i>τέτεισμαι</i> [[είναι]] σχηματισμοί της Ελληνικής. Στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του [[τίνω]] ανάγεται η λ. [[ποινή]] <b>βλ. λ.</b> με ευρύτερη σημ. από το συνώνυμο παράγωγο [[τίσις]] (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>apa</i>-<i>citi</i>- «[[εκδίκηση]]»). Απίθανη θεωρείται, [[τέλος]], η [[σύνδεση]] τών [[τίνω]] / [[ποινή]] με τα <i>τίω</i> / [[τιμή]] (<b>βλ.</b> και λ. <i>τίω</i>, [[τιμή]]), [[καθώς]] και με το ρ. <i>τηρῶ</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm