Anonymous

ἑτοῖμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ ἕτοιμος, -η, -ον και ἕτοιμος, -ον<br />Α και ἑτοῑμος, -η, -ον και ἑτοῑμος, -ον)<br /><b>1.</b> ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για [[κάτι]], ο [[πρόχειρος]], ο [[διαθέσιμος]], ο [[κατάλληλος]] για άμεση [[χρήση]] (α. «ὀνείαθ' ἑτοῑμα προκείμενα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «καί τοι ταῦτα ποιήσαντι τοῦτο μέν ἐστι ἕτοιμα παρ' ἐμοὶ χρήματα», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «[[είμαι]] [[έτοιμος]] για [[ταξίδι]]» δ. «[[κατάστημα]] έτοιμων ενδυμάτων»)<br /><b>2.</b> ο προετοιμασμένος για άμεση [[δράση]], ο [[πρόθυμος]], ο διατεθειμένος για [[κάτι]] (α. «ύπακούειν ἑτοιμότεροι» — πρόθυμοι να υπακούουν, <b>Θουκ.</b><br />β. «[[είμαι]] [[έτοιμος]] να [[κάνω]] ό, τι μού πεις»)<br /><b>3.</b> ο [[τολμηρός]], ο [[ριψοκίνδυνος]], ο [[θαρραλέος]] (α. «[[είμαι]] [[έτοιμος]] για όλα» β. «τὴν τοῦ Βρασίδου γνώμην ὁρῶντες ἑτοίμην», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τρώει από τα έτοιμα» — δεν εργάζεται για να ζήσει, [[αλλά]] συντηρείται ξοδεύοντας την [[περιουσία]] άλλου ή παλιές οικονομίες του<br />β) «έτοιμη [[απάντηση]]» — γρήγορη και επιτυχημένη [[απάντηση]]<br />γ) «τα θέλει όλα έτοιμα» — για οκνηρούς ή αδρανείς που επιζητούν να μην κοπιάζουν οι ίδιοι για ό, τι τους χρειάζεται<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]], ο [[κατάλληλος]]<br /><b>2.</b> ο [[έμπιστος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «στὸ ἕτοιμο νά...» — [[παρά]] λίγο να...<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[βέβαιος]], ο [[σίγουρος]], αυτός που έχει γίνει ή θα γίνει [[οπωσδήποτε]] (α. «[[αὐτίκα]] γὰρ τοι [[ἔπειτα]] μεθ' Ἕκτορα [[πότμος]] ἑτοῑμος», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἑτοῑμα τεταύχαται» — έχουν πραγματοποιηθεί, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[εύκολος]] να πραγματοποιηθεί («ἕτοιμον ἐστὶ τὸ διαφθαρῆναι» — [[είναι]] εύκολη η [[διαφθορά]], <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ ἑτοίμου» — [[αμέσως]] και [[χωρίς]] δισταγμό, εκ του προχείρου<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἕτοιμον</i> ή <i>τὸ ἑτοῑμον</i><br />η [[τόλμη]], η [[αποφασιστικότητα]] («τὸ ἕτοιμον τῆς γνώμης» — η [[τόλμη]] στη [[γνώμη]], Φιλόστρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετοίμως</i> και <i>έτοιμα</i> (ΑΜ ἑτοίμως, Μ και ἕτοιμα)<br />με [[ετοιμότητα]], με [[προθυμία]], με [[ευχαρίστηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἕτοιμα</i><br /><b>1.</b> ([[χρονικό]]) α) [[αμέσως]], στη [[στιγμή]]<br />β) [[πριν]] από λίγη ώρα<br />γ) σε λίγη ώρα<br /><b>2.</b> ([[τροπικό]]) [[πρόθυμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἑτοίμως ἔχω» με απρμφ.<br />[[είμαι]] [[πρόθυμος]] να...<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γρήγορα]] («ἑτοίμως ἐκέλευεν ἥκειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[προφανώς]], [[φανερά]] («οὐ κινδυνεύεις... ἀλλὰ [[πάνυ]] ἑτοίμως παρορᾷς», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με μία [[υπόθεση]] η λ. εμφανίζει ως α' συνθετικό τη λ. <i>ἐτὸς</i> «[[αληθινός]]» και ως β' συνθετικό τη λ. [[οἶμος]] «[[δρόμος]]». Σ' αυτή την [[περίπτωση]] η δάσυνση του τ. [[ἑτοῖμος]] μπορεί να ερμηνευθεί μόνο βάσει του ΙΕ τ. <i>s</i>-<i>e</i>-<i>to</i>-<i>s</i> στον οποίο ανάγεται το [[ἐτός]], που ψιλούται λόγω ιωνικής προελεύσεως. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] —όχι πολύ πιθανή— η λ. <i>ετοίμος</i> προέρχεται από αμάρτυρη [[δοτική]] <i>ἑτοῖ</i> του <i>ἑτὸς</i> και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>μος</i>. Ο τ. [[έτοιμος]] [[είναι]] [[νεώτερος]] [[αττικός]] τ. και προήλθε σύμφωνα με τον τονικό νόμο του Vendryes, [[κατά]] τον οποίο τα ονόματα της παλαιότερης Αττικής που σχημάτιζαν στις [[τρεις]] τελευταίες συλλαβές τους αμφίβραχυ και έπαιρναν [[περισπωμένη]] στην παραλήγουσα (<i>u</i>-<i>uW</i> π.χ. <i>ετοῖμος</i>, <i>ερῆμος</i>, <i>τροπαῖον</i> <b>κ.τ.ό.</b>) μετατράπηκαν σε παροξύτονα ([[έτοιμος]], [[έρημος]], [[τρόπαιον]] <b>κ.τ.ό.</b>) στη νεώτερη Αττική. Η λ. [[ἑτοῖμος]], που μαρτυρείται ήδη από τον Όμηρο και διατηρείται ώς [[σήμερα]], αρχικά σήμαινε «[[διαθέσιμος]]» και αναφερόταν σε [[τροφή]], χρήματα κ.λπ. Όταν αναφερόταν στο [[μέλλον]] είχε τη [[σημασία]] «[[βέβαιος]], [[σίγουρος]]», ενώ όταν αναφερόταν στο [[παρελθόν]] «πραγματοποιημένος» και όταν, [[τέλος]], αναφερόταν σε πρόσωπα σήμαινε «[[δραστήριος]], [[αποτελεσματικός]]» και, κατ' [[επέκταση]], «[[θαρραλέος]], [[ριψοκίνδυνος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ετοιμάζω]], <i>ετοιμότης</i>, <i>ετοίμως</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ετοιμοθάνατος]], <i>ετοιμολόγος</i>, [[ετοιμοπόλεμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ετοιμοκόλλιξ]], [[ετοιμοκοπία]], [[ετοιμόκοσσος]], [[ετοιμόπτωτος]], [[ετοιμοπώλης]], <i>ετοιμορρεπής</i>, [[ετοιμοτόμος]], [[ετοιμοτρεπής]], [[ετοιμόφθορος]], [[ετοιμοφθόρος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ετοιμοπειθής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ετοιμόδακρυς]], [[ετοιμοδώρητος]], [[ετοιμοεγρήγορος]], [[ετοιμομεμφής]], [[ετοιμοπαθής]], [[ετοιμοπενθής]], [[ετοιμόπιστος]], <i>ετοιμόσβεστος</i>, [[ετοιμότρωτος]], [[ετοιμόφθαρτος]], [[ετοιμόφλεκτος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ετοιμόγεννος]], [[ετοιμόρροπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ετοιμοπαράδοτος]], [[ετοιμόσβηστος]], [[ετοιμόφοβος]], [[ετοιμοφόρτωτος]]. (Β' συνθετικό) [[ανέτοιμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πανέτοιμος]]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ ἕτοιμος, -η, -ον και ἕτοιμος, -ον<br />Α και ἑτοῑμος, -η, -ον και ἑτοῑμος, -ον)<br /><b>1.</b> ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για [[κάτι]], ο [[πρόχειρος]], ο [[διαθέσιμος]], ο [[κατάλληλος]] για άμεση [[χρήση]] (α. «ὀνείαθ' ἑτοῑμα προκείμενα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «καί τοι ταῦτα ποιήσαντι τοῦτο μέν ἐστι ἕτοιμα παρ' ἐμοὶ χρήματα», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «[[είμαι]] [[έτοιμος]] για [[ταξίδι]]» δ. «[[κατάστημα]] έτοιμων ενδυμάτων»)<br /><b>2.</b> ο προετοιμασμένος για άμεση [[δράση]], ο [[πρόθυμος]], ο διατεθειμένος για [[κάτι]] (α. «ύπακούειν ἑτοιμότεροι» — πρόθυμοι να υπακούουν, <b>Θουκ.</b><br />β. «[[είμαι]] [[έτοιμος]] να [[κάνω]] ό, τι μού πεις»)<br /><b>3.</b> ο [[τολμηρός]], ο [[ριψοκίνδυνος]], ο [[θαρραλέος]] (α. «[[είμαι]] [[έτοιμος]] για όλα» β. «τὴν τοῦ Βρασίδου γνώμην ὁρῶντες ἑτοίμην», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τρώει από τα έτοιμα» — δεν εργάζεται για να ζήσει, [[αλλά]] συντηρείται ξοδεύοντας την [[περιουσία]] άλλου ή παλιές οικονομίες του<br />β) «έτοιμη [[απάντηση]]» — γρήγορη και επιτυχημένη [[απάντηση]]<br />γ) «τα θέλει όλα έτοιμα» — για οκνηρούς ή αδρανείς που επιζητούν να μην κοπιάζουν οι ίδιοι για ό, τι τους χρειάζεται<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]], ο [[κατάλληλος]]<br /><b>2.</b> ο [[έμπιστος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «στὸ ἕτοιμο νά...» — [[παρά]] λίγο να...<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[βέβαιος]], ο [[σίγουρος]], αυτός που έχει γίνει ή θα γίνει [[οπωσδήποτε]] (α. «[[αὐτίκα]] γὰρ τοι [[ἔπειτα]] μεθ' Ἕκτορα [[πότμος]] ἑτοῑμος», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἑτοῑμα τεταύχαται» — έχουν πραγματοποιηθεί, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[εύκολος]] να πραγματοποιηθεί («ἕτοιμον ἐστὶ τὸ διαφθαρῆναι» — [[είναι]] εύκολη η [[διαφθορά]], <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ ἑτοίμου» — [[αμέσως]] και [[χωρίς]] δισταγμό, εκ του προχείρου<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἕτοιμον</i> ή <i>τὸ ἑτοῖμον</i><br />η [[τόλμη]], η [[αποφασιστικότητα]] («τὸ ἕτοιμον τῆς γνώμης» — η [[τόλμη]] στη [[γνώμη]], Φιλόστρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετοίμως</i> και <i>έτοιμα</i> (ΑΜ ἑτοίμως, Μ και ἕτοιμα)<br />με [[ετοιμότητα]], με [[προθυμία]], με [[ευχαρίστηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἕτοιμα</i><br /><b>1.</b> ([[χρονικό]]) α) [[αμέσως]], στη [[στιγμή]]<br />β) [[πριν]] από λίγη ώρα<br />γ) σε λίγη ώρα<br /><b>2.</b> ([[τροπικό]]) [[πρόθυμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἑτοίμως ἔχω» με απρμφ.<br />[[είμαι]] [[πρόθυμος]] να...<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γρήγορα]] («ἑτοίμως ἐκέλευεν ἥκειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[προφανώς]], [[φανερά]] («οὐ κινδυνεύεις... ἀλλὰ [[πάνυ]] ἑτοίμως παρορᾷς», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με μία [[υπόθεση]] η λ. εμφανίζει ως α' συνθετικό τη λ. <i>ἐτὸς</i> «[[αληθινός]]» και ως β' συνθετικό τη λ. [[οἶμος]] «[[δρόμος]]». Σ' αυτή την [[περίπτωση]] η δάσυνση του τ. [[ἑτοῖμος]] μπορεί να ερμηνευθεί μόνο βάσει του ΙΕ τ. <i>s</i>-<i>e</i>-<i>to</i>-<i>s</i> στον οποίο ανάγεται το [[ἐτός]], που ψιλούται λόγω ιωνικής προελεύσεως. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] —όχι πολύ πιθανή— η λ. <i>ετοίμος</i> προέρχεται από αμάρτυρη [[δοτική]] <i>ἑτοῖ</i> του <i>ἑτὸς</i> και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>μος</i>. Ο τ. [[έτοιμος]] [[είναι]] [[νεώτερος]] [[αττικός]] τ. και προήλθε σύμφωνα με τον τονικό νόμο του Vendryes, [[κατά]] τον οποίο τα ονόματα της παλαιότερης Αττικής που σχημάτιζαν στις [[τρεις]] τελευταίες συλλαβές τους αμφίβραχυ και έπαιρναν [[περισπωμένη]] στην παραλήγουσα (<i>u</i>-<i>uW</i> π.χ. <i>ετοῖμος</i>, <i>ερῆμος</i>, <i>τροπαῖον</i> <b>κ.τ.ό.</b>) μετατράπηκαν σε παροξύτονα ([[έτοιμος]], [[έρημος]], [[τρόπαιον]] <b>κ.τ.ό.</b>) στη νεώτερη Αττική. Η λ. [[ἑτοῖμος]], που μαρτυρείται ήδη από τον Όμηρο και διατηρείται ώς [[σήμερα]], αρχικά σήμαινε «[[διαθέσιμος]]» και αναφερόταν σε [[τροφή]], χρήματα κ.λπ. Όταν αναφερόταν στο [[μέλλον]] είχε τη [[σημασία]] «[[βέβαιος]], [[σίγουρος]]», ενώ όταν αναφερόταν στο [[παρελθόν]] «πραγματοποιημένος» και όταν, [[τέλος]], αναφερόταν σε πρόσωπα σήμαινε «[[δραστήριος]], [[αποτελεσματικός]]» και, κατ' [[επέκταση]], «[[θαρραλέος]], [[ριψοκίνδυνος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ετοιμάζω]], <i>ετοιμότης</i>, <i>ετοίμως</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ετοιμοθάνατος]], <i>ετοιμολόγος</i>, [[ετοιμοπόλεμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ετοιμοκόλλιξ]], [[ετοιμοκοπία]], [[ετοιμόκοσσος]], [[ετοιμόπτωτος]], [[ετοιμοπώλης]], <i>ετοιμορρεπής</i>, [[ετοιμοτόμος]], [[ετοιμοτρεπής]], [[ετοιμόφθορος]], [[ετοιμοφθόρος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ετοιμοπειθής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ετοιμόδακρυς]], [[ετοιμοδώρητος]], [[ετοιμοεγρήγορος]], [[ετοιμομεμφής]], [[ετοιμοπαθής]], [[ετοιμοπενθής]], [[ετοιμόπιστος]], <i>ετοιμόσβεστος</i>, [[ετοιμότρωτος]], [[ετοιμόφθαρτος]], [[ετοιμόφλεκτος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ετοιμόγεννος]], [[ετοιμόρροπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ετοιμοπαράδοτος]], [[ετοιμόσβηστος]], [[ετοιμόφοβος]], [[ετοιμοφόρτωτος]]. (Β' συνθετικό) [[ανέτοιμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πανέτοιμος]]].
}}
}}
{{etym
{{etym