Anonymous

μισθοφορέω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=misthoforeo
|Transliteration C=misthoforeo
|Beta Code=misqofore/w
|Beta Code=misqofore/w
|Definition=<span class="bld">A</span> [[receive wages]] or [[pay]], especially in the public service, [[serve for hire]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''584, ''V.''683, X.''Oec.''1.4, etc.; δημοτικὸν τὸ μισθοφορεῖν πάντας Arist.''Pol.''1317b35; παρά τινος Luc.''Apol.''11: c. acc. rei, [[receive as pay]], τρεῖς δραχμάς [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''602; τὰ δημόσια μ. χρήματα Id.''Ec.''206; μ. ἄλφιτα Id.''Pax''477; <b class="b3">μ. τὰ τούτων</b> [[receive pay]] from their purse, Lys.27.11.<br><span class="bld">b</span> freq. of mercenary soldiers, ''IG''12.99.22, Ar. ''Av.''1367, etc.; μ. τισί [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.8.20; <b class="b3">παρά τινι</b> ib.3.2.25, D.23.149; <b class="b3">μ. ἐν τοῖς ἀδυνάτοις</b>, as if he were a pauper, Aeschin.1.103; <b class="b3">μ. ἐν τῷ ξενικῷ κεναῖς χώραις</b>, i.e. to [[draw pay]] without filling up the vacancies, Id.3.146.<br><span class="bld">2</span> [[bring in rent]] or [[profit]], <b class="b3">οἰκία -φοροῦσα, ἀνδράποδα -φοροῦντα</b>, Is.8.35; εἴ τῳ ζεῦγός ἐστιν ἢ ἀνδράποδον -φοροῦν X.''Ath.'' 1.17:—Pass., to [[be let for hire]], Id.''Vect.''3.5.<br><span class="bld">II</span> causal, [[engage for pay]], [[take into service]], στρατιὰν ἐπί τινα Phalar.''Ep.''186.2.
|Definition=<span class="bld">A</span> [[receive wages]] or [[receive pay]], especially in the public service, [[serve for hire]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''584, ''V.''683, X.''Oec.''1.4, etc.; δημοτικὸν τὸ μισθοφορεῖν πάντας Arist.''Pol.''1317b35; παρά τινος Luc.''Apol.''11: c. acc. rei, [[receive as pay]], τρεῖς δραχμάς [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''602; τὰ δημόσια μισθοφορέω χρήματα Id.''Ec.''206; μ. ἄλφιτα Id.''Pax''477; <b class="b3">μισθοφορέω τὰ τούτων</b> [[receive pay]] from their [[purse]], Lys.27.11.<br><span class="bld">b</span> freq. of mercenary soldiers, ''IG''12.99.22, Ar. ''Av.''1367, etc.; μισθοφορέω τισί [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.8.20; <b class="b3">παρά τινι</b> ib.3.2.25, D.23.149; <b class="b3">μ. ἐν τοῖς ἀδυνάτοις</b>, as if he were a [[pauper]], Aeschin.1.103; <b class="b3">μ. ἐν τῷ ξενικῷ κεναῖς χώραις</b>, i.e. to [[draw pay]] without filling up the vacancies, Id.3.146.<br><span class="bld">2</span> [[bring in rent]] or [[bring in profit]], <b class="b3">οἰκία μισθοφοροῦσα, ἀνδράποδα μισθοφοροῦντα</b>, Is.8.35; εἴ τῳ ζεῦγός ἐστιν ἢ ἀνδράποδον μισθοφοροῦν X.''Ath.'' 1.17:—Pass., to [[be let for hire]], Id.''Vect.''3.5.<br><span class="bld">II</span> causal, [[engage for pay]], [[take into service]], στρατιὰν ἐπί τινα Phalar.''Ep.''186.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 21: Line 21:
{{ls
{{ls
|lstext='''μισθοφορέω''': εἶμαι [[μισθοφόρος]], [[λαμβάνω]] μισθὸν ἢ πληρωμὴν ἐν τῇ [[δημοσίᾳ]] ὑπηρεσίᾳ, ὑπηρετῶ ἐπὶ μισθῷ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 584, Ξεν. Οἰκ. 1, 4, κτλ.· δημοτικὸν τὸ μισθοφορεῖν πάντας Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 2, 7· τινος, [[παρά]] τινος, Ἀριστοφ. Σφ. 683· [[παρά]] τινος Λουκ. Ἀπολ. 11· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., [[λαμβάνω]] ὡς μισθόν, [[τρεῖς]] δραχμὰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 602· τὰ δημόσια χρήματα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 206· μ. ἄλφιτα ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 477· μ. τὰ τούτων, [[λαμβάνω]] μισθὸν ἐκ τοῦ βαλλαντίου αὐτῶν, Λυσίας 178. 40. β) συχν. ἐπὶ μισθωτῶν στρατιωτῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1367. κτλ., πρβλ. Θουκ. 8. 65· μισθ. τινι Ξεν. Κύρ. 8. 8, 20· [[παρά]] τινι ὁ αὐτ. 3. 2, 25, Δημ. 669. 5· μ. ἐν τοῖς ἀδυνάτοις, ὡς εἰ ἦν [[πένης]], Αἰσχίν. 14. 40· μ. ἐν τῷ ξενικῷ κεναῖς χώραις, δηλ. [[λαμβάνω]] τοὺς μισθοὺς χωρὶς νὰ ἀναπληρῶ τὰ κενά, ὁ αὐτ. 74. 21. 2) [[φέρω]] ἐνοίκιον ἢ [[κέρδος]], [[φέρω]] εἰσόδημα, μισθοφοροῦσα [[οἰκία]] Ἰσαῖ. 72. 39· εἴ τῳ ζεῦγός ἐστιν ἢ [[ἀνδράποδον]] μισθοφοροῦν Ξεν. Ἀθην. 1, 17. ― Παθ., δίδομαι ἐπὶ μισθῷ, ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 3. 5. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, [[λαμβάνω]] εἰς τὴν ὑπηρεσίαν μου ἐπὶ μισθῷ, μισθοδοτῶ, στρατιὰν Φαλάριδ. Ἐπιστ. 50.
|lstext='''μισθοφορέω''': εἶμαι [[μισθοφόρος]], [[λαμβάνω]] μισθὸν ἢ πληρωμὴν ἐν τῇ [[δημοσίᾳ]] ὑπηρεσίᾳ, ὑπηρετῶ ἐπὶ μισθῷ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 584, Ξεν. Οἰκ. 1, 4, κτλ.· δημοτικὸν τὸ μισθοφορεῖν πάντας Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 2, 7· τινος, [[παρά]] τινος, Ἀριστοφ. Σφ. 683· [[παρά]] τινος Λουκ. Ἀπολ. 11· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., [[λαμβάνω]] ὡς μισθόν, [[τρεῖς]] δραχμὰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 602· τὰ δημόσια χρήματα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 206· μ. ἄλφιτα ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 477· μ. τὰ τούτων, [[λαμβάνω]] μισθὸν ἐκ τοῦ βαλλαντίου αὐτῶν, Λυσίας 178. 40. β) συχν. ἐπὶ μισθωτῶν στρατιωτῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1367. κτλ., πρβλ. Θουκ. 8. 65· μισθ. τινι Ξεν. Κύρ. 8. 8, 20· [[παρά]] τινι ὁ αὐτ. 3. 2, 25, Δημ. 669. 5· μ. ἐν τοῖς ἀδυνάτοις, ὡς εἰ ἦν [[πένης]], Αἰσχίν. 14. 40· μ. ἐν τῷ ξενικῷ κεναῖς χώραις, δηλ. [[λαμβάνω]] τοὺς μισθοὺς χωρὶς νὰ ἀναπληρῶ τὰ κενά, ὁ αὐτ. 74. 21. 2) [[φέρω]] ἐνοίκιον ἢ [[κέρδος]], [[φέρω]] εἰσόδημα, μισθοφοροῦσα [[οἰκία]] Ἰσαῖ. 72. 39· εἴ τῳ ζεῦγός ἐστιν ἢ [[ἀνδράποδον]] μισθοφοροῦν Ξεν. Ἀθην. 1, 17. ― Παθ., δίδομαι ἐπὶ μισθῷ, ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 3. 5. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, [[λαμβάνω]] εἰς τὴν ὑπηρεσίαν μου ἐπὶ μισθῷ, μισθοδοτῶ, στρατιὰν Φαλάριδ. Ἐπιστ. 50.
}}
{{grml
|mltxt=μισθοφορῶ, [[μισθοφορέω]] (Α) [[μισθοφόρος]]<br /><b>1.</b> αμείβομαι για [[υπηρεσία]] που [[παρέχω]], [[λαμβάνω]] [[μισθό]], [[είμαι]] [[μισθοφόρος]]<br /><b>2.</b> [[αποφέρω]] [[κέρδος]], [[παρέχω]] [[εισόδημα]] («[[οἰκία]] μισθοφοροῦσα», Ισαί.)<br /><b>3.</b> [[προσλαμβάνω]] κάποιον στην [[υπηρεσία]] μου με [[μισθό]], [[μισθοδοτώ]] κάποιον<br /><b>4.</b> (το παθ.) [[μισθοφοροῦμαι]], [[μισθοφορέομαι]]<br />μισθώνομαι, ενοικιάζομαι<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «μισθοφορῶ τὰ τούτων» — [[παίρνω]] [[μισθό]] από το βαλάντιό τους<br />β) «μισθοφορῶ [[παρά]] τινι» — [[υπηρετώ]] ως [[μισθοφόρος]] σε κάποιον<br />γ) «μισθοφορῶ ἐν τοῖς ἀδυνάτοις» — [[υπηρετώ]] ως [[μισθοφόρος]] σαν να ήμουν [[φτωχός]]<br />δ) «μισθοφορῶ ἐν τῷ ξενικῷ κεναῖς χώραις» — [[παίρνω]] τον [[μισθό]] του μισθοφόρου [[χωρίς]] όμως να [[αναπληρώνω]] τα κενά.
}}
}}
{{lsm
{{lsm