Anonymous

ἐνηλλαγμένως: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνηλλαγμένως]] (Α)<br />(επίρρ. από τη μτχ. <i>ενηλλαγμένος</i> του παθ. παρακμ. του [[εναλλάσσω]])<br /><b>1.</b> [[κατά]] αντίστροφη [[θέση]] ή [[σειρά]]<br /><b>2.</b> αμοιβαία, [[εναλλάξ]] («[[ἐνηλλαγμένως]] τοῖς ποσὶν ἵστασθαι» — [[πότε]] με το ένα, [[πότε]] με το [[άλλο]] [[πόδι]] [[εναλλάξ]], Προκόπ. Γαζ.)<br /><b>3.</b> παραλλαγμένα, αλλαγμένα.
|mltxt=[[ἐνηλλαγμένως]] (Α)<br />(επίρρ. από τη μτχ. <i>ενηλλαγμένος</i> του παθ. παρακμ. του [[εναλλάσσω]])<br /><b>1.</b> [[κατά]] αντίστροφη [[θέση]] ή [[σειρά]]<br /><b>2.</b> αμοιβαία, [[εναλλάξ]] («[[ἐνηλλαγμένως]] τοῖς ποσὶν ἵστασθαι» — [[πότε]] με το ένα, [[πότε]] με το [[άλλο]] [[πόδι]] [[εναλλάξ]], Προκόπ. Γαζ.)<br /><b>3.</b> παραλλαγμένα, αλλαγμένα.
}}
{{trml
|trtx====[[inversely]]===
Bulgarian: обратно; Finnish: käänteisesti; French: [[inversement]]; German: [[umgekehrt]]; Greek: [[αντίθετα]], [[ανάποδα]], [[αντίστροφα]]; Ancient Greek: [[ἀλλάξ]], [[ἀνάπαλι]], [[ἀνάπαλιν]], [[ἀναστρόφως]], [[ἀναστροφίως]], [[ἀνεστραμμένως]], [[ἀντεστραμμένως]], [[ἀντιπεπονθότως]], [[ἀντιστρόφως]], [[ἔμπαλιν]], [[ἐνηλλαγμένως]]; Spanish: [[inversamente]]
}}
}}