ἐνηλλαγμένως
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of ἐναλλάσσω,
A reversely, in reverse order, Meno Iatr.17.42; inverting the true order, Plot.3.7.13.
2 crosswise, = ἐναλλάξ, τοῖς ποσὶν ἵστασθαι Procop. Gaz.p.163B.
Spanish (DGE)
adv. sobre part. perf. de ἐναλλάσσω
1 de modo opuesto, al contrario ὅταν δὲ μὴ οὕτως γίνηται, ἀλλ' ἐ. ἡ γένεσις Anon.Lond.17.42, ἐ. μοὶ δοκεῖ τὴν ἑρμηνείαν ποιεῖσθαι Gal.18(1).352, ταῦτα ἐ. (ἐστι) estas afirmaciones están en contradicción (una con otra), Plot.3.7.13
•en orden inverso, a la inversa οὐ κατὰ τὴν ἐκείνων τάξιν, ἀλλ' ἐ. ἀριθμοῦσιν Plu.2.672c.
2 de modo cambiante κέχρηται ... ἐ. τοῖς ῥήμασι τούτοις Basil.M.29.445B
•en orden cambiado, de modo alternante ἐ., οὐ τετηρημένως ταῖς τάξεσι Gr.Naz.M.36.253D.
3 en forma de cruz τοῖς ποσὶν ἐ. ἱστάμενος de pie con las piernas cruzadas Procop.Gaz.Imag.19.
German (Pape)
[Seite 840] verwechselt, vertauscht, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνηλλαγμένως: Ἐπιρρ., μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἐναλλάσσω, κατ᾿ ἐναλλαγήν, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἐνηλλαγμένως (Α)
(επίρρ. από τη μτχ. ενηλλαγμένος του παθ. παρακμ. του εναλλάσσω)
1. κατά αντίστροφη θέση ή σειρά
2. αμοιβαία, εναλλάξ («ἐνηλλαγμένως τοῖς ποσὶν ἵστασθαι» — πότε με το ένα, πότε με το άλλο πόδι εναλλάξ, Προκόπ. Γαζ.)
3. παραλλαγμένα, αλλαγμένα.
Translations
inversely
Bulgarian: обратно; Finnish: käänteisesti; French: inversement; German: umgekehrt; Greek: αντίθετα, ανάποδα, αντίστροφα; Ancient Greek: ἀλλάξ, ἀνάπαλι, ἀνάπαλιν, ἀναστρόφως, ἀναστροφίως, ἀνεστραμμένως, ἀντεστραμμένως, ἀντιπεπονθότως, ἀντιστρόφως, ἔμπαλιν, ἐνηλλαγμένως; Spanish: inversamente