Anonymous

ἔξαρμα: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἔξαρμα]]) [[εξαίρω]]<br /><b>1.</b> [[άρση]], ύψωση, ύψωμα του εδάφους, [[λόφος]]<br /><b>2.</b> [[οίδημα]], [[εξόγκωμα]], [[φούσκωμα]], [[πρήξιμο]]<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> το ύψος στο οποίο ανέρχεται ένα [[ουράνιο]] [[σώμα]]<br />ειδικ. «το [[έξαρμα]] του πόλου» — το ύψος του ουράνιου πόλου [[πάνω]] από τον ορίζοντα του παρατηρητή, που [[είναι]] ίσο με τη [[γωνία]] που σχηματίζει ο [[άξονας]] της γης και ο [[ορίζοντας]] ή με το γεωγραφικό [[πλάτος]] του τόπου<br /><b>μσν.</b><br />(για λόγο) ύψος, [[ένταση]], όγκος, [[έξαρση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) έξοχο [[πλεονέκτημα]].
|mltxt=το (AM [[ἔξαρμα]]) [[εξαίρω]]<br /><b>1.</b> [[άρση]], ύψωση, ύψωμα του εδάφους, [[λόφος]]<br /><b>2.</b> [[οίδημα]], [[εξόγκωμα]], [[φούσκωμα]], [[πρήξιμο]]<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> το ύψος στο οποίο ανέρχεται ένα [[ουράνιο]] [[σώμα]]<br />ειδικ. «το [[έξαρμα]] του πόλου» — το ύψος του ουράνιου πόλου [[πάνω]] από τον ορίζοντα του παρατηρητή, που [[είναι]] ίσο με τη [[γωνία]] που σχηματίζει ο [[άξονας]] της γης και ο [[ορίζοντας]] ή με το γεωγραφικό [[πλάτος]] του τόπου<br /><b>μσν.</b><br />(για λόγο) ύψος, [[ένταση]], όγκος, [[έξαρση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) έξοχο [[πλεονέκτημα]].
}}
{{trml
|trtx====[[swelling]]===
Armenian: այտուցվածություն, ուռուցք, այտուց; Bashkir: шеш, шешеү; Bulgarian: издуване, изпъкналост, подутина; Chinese Mandarin: 腫脹/肿胀; Czech: otok; Finnish: ajettuma, pöhö, pöhöttymä, turvotus, ajetus, turvotus, pöhötys, paisuminen; French: [[gonflement]]; Galician: inchazo, inchazón; German: [[Anschwellen]], [[Anschwellung]], [[Schwellung]]; Greek: [[πρήξιμο]], [[διόγκωση]], [[οίδημα]]; Ancient Greek: [[ἀποίδησις]], [[ἄσκωμα]], [[βύκτης]], [[διόγκωσις]], [[διοίδησις]], [[ἔξαρμα]], [[ἐξόγκωμα]], [[ἐξόγκωσις]], [[ἐξοίδησις]], [[ἐπανάστημα]], [[ἔπαρμα]], [[ἔπαρσις]], [[ἐποίδησις]], [[θαλέθω]], [[κανθύλη]], [[κύρτωμα]], [[ὄγκωμα]], [[οἴδημα]], [[οἴδησις]], [[οἶδμα]], [[οἶδος]], [[παράπρισις]], [[παροίδησις]], [[πρῆγμα]], [[πρηδών]], [[πρῆσμα]], [[σπάργησις]], [[τύλη]]; Irish: at; Italian: [[gonfiore]], [[gnocco]]; Hungarian: duzzadás; Japanese: はれ, ふくれ, はれもの; Khmer: ហើម; Latin: [[tumor]], [[tumiditas]], [[tumentia]]; Maori: uruhumu, pauku, uruhua, uruumu; Ottoman Turkish: شیش‎; Pashto: ⁧غومبه⁩, ⁧پړسوب⁩; Plautdietsch: Schwolst; Polish: opuchlizna, obrzęk; Portuguese: [[inchaço]], [[inchação]]; Romanian: umflare, umflătură; Russian: [[опухание]], [[опухоль]], [[припухлость]]; Scottish Gaelic: atadh; Spanish: [[inflamación]], [[hinchazón]]; Swedish: svullnad; Tamil: தடிப்பு; Tarifit: tuffett; Telugu: వాచుట, వాపు; Tibetan: སྐྲང་ཀོ; Tocharian B: yweru; Welsh: chwydd; Westrobothnian: sullne; Uyghur: ⁧گادازا⁩, ⁧دوماق⁩, ⁧ئۇچقۇن⁩, ⁧ئۇششۇق⁩, ⁧ئىششىق
}}
}}