3,276,318
edits
mNo edit summary |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1303.png Seite 1303]] att. -ττω, umgeben, ein [[einschließen]], verzäunen, umfriedigen, versperren, verwahren, gew. mit dem Nebenbegriffe der Vertheidigung, beschützen, befestigen; ῥινοῖσι βοῶν φράξαντες ἐπάλξεις Il. 12, 263; φράξαντες εὐχάλκοις [[δέμας]] ὅπλοισιν Aesch. Pers. 448; med., φράξαι πόλιν Spt. 63, vgl. 780; πέφρακται λαὸς ἅρμασι [[πέριξ]] Eur. Phoen. 740; ἀσπίσι I. A. 826; φράξαντες [[δόρυ]] δουρί, [[σάκος]] σάκεϊ, zur Vertheidigung Speer an Speer, Schild an Schild drängend, Il. 13, 130, wie φράξαντες τὰ γέῤῥα, die Schilder an einander drängend, Her. 9, 61; u. pass., φραχθέντες σάκεσι, durch Schilder geschützt, Il. 17, 268; vgl. Her. 5, 34. 9, 142; τείχεσι καὶ πύλαις φραχθέντες Plat. Legg. VI, 779 a; Xen. Cyr. 2, 4,25. – Auch von Schiffen, [[σχεδίην]] φράξε ῥίπεσσι, er verwahrte das Schiff mit Flechtwerk, gegen das Eindringen des Wassers, Od. 5, 256; auch Νεῖλον, eindämmen, Her. 2, 99. 8, 7; φράξαι τοὺς ἔςπλους Thuc. 4, 13. – Im med., φράξαντο νῆας ἕρκεϊ χαλκείῳ, sie verwahrten sich ihre Schiffe, Il. 15, 566; ἐφράξαντο τὸ [[τεῖχος]] Her. 9, 70; dah. sich schützen, sich hüten, Thuc. 8, 35. – Dicht machen, zusammenhäufen, wie [[πυκνόω]], φράξαι χεῖρα ἔρνεσιν, die Hand dicht anfüllen, mit Siegeszweigen, Pind. I. 1, 66. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1303.png Seite 1303]] att. -ττω, [[umgeben]], ein [[einschließen]], [[verzäunen]], [[umfriedigen]], [[versperren]], [[verwahren]], gew. mit dem Nebenbegriffe der Vertheidigung, [[beschützen]], [[befestigen]]; ῥινοῖσι βοῶν φράξαντες ἐπάλξεις Il. 12, 263; φράξαντες εὐχάλκοις [[δέμας]] ὅπλοισιν Aesch. Pers. 448; med., φράξαι πόλιν Spt. 63, vgl. 780; πέφρακται λαὸς ἅρμασι [[πέριξ]] Eur. Phoen. 740; ἀσπίσι I. A. 826; φράξαντες [[δόρυ]] δουρί, [[σάκος]] σάκεϊ, zur Vertheidigung Speer an Speer, Schild an Schild drängend, Il. 13, 130, wie φράξαντες τὰ γέῤῥα, die Schilder an einander drängend, Her. 9, 61; u. pass., φραχθέντες σάκεσι, durch Schilder geschützt, Il. 17, 268; vgl. Her. 5, 34. 9, 142; τείχεσι καὶ πύλαις φραχθέντες Plat. Legg. VI, 779 a; Xen. Cyr. 2, 4,25. – Auch von Schiffen, [[σχεδίην]] φράξε ῥίπεσσι, er verwahrte das Schiff mit Flechtwerk, gegen das Eindringen des Wassers, Od. 5, 256; auch Νεῖλον, eindämmen, Her. 2, 99. 8, 7; φράξαι τοὺς ἔςπλους Thuc. 4, 13. – Im med., φράξαντο νῆας ἕρκεϊ χαλκείῳ, sie verwahrten sich ihre Schiffe, Il. 15, 566; ἐφράξαντο τὸ [[τεῖχος]] Her. 9, 70; dah. sich schützen, sich hüten, Thuc. 8, 35. – Dicht machen, zusammenhäufen, wie [[πυκνόω]], φράξαι χεῖρα ἔρνεσιν, die Hand dicht anfüllen, mit Siegeszweigen, Pind. I. 1, 66. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φράσσω''': Ἀττ. -ττω Ξεν. Κυνηγ. 2, 9, Δημ. 520. 18, κ. ἀλλ. πρβλ. [[ἀποφράσσω]], [[φράγνυμι]]· ― ἀόρ. ἔφραξα Ὅμ., Ἀττ.· ― πρκμ. πέφρᾰγα (περι-) Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 298· ὑπερσ. ἐπεφράκεσαν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 8, 5· ― Μέσ., ἴδε [[φράγνυμι]]· μέλλ. φράξομαι (ἐμ-) Λουκ. Τίμ. 19· ἀόρ. ἐφραξάμην, Ἐπικ. φρ-, ἰδὲ κατωτ. ― Παθ. μέλλ. φραχθήσομαι, Γαλην. φρᾰγήσομαι, (κοινῶς φέρεται σφραγίσεται) Β΄ Ἐπισ. πρὸς Κορ. 10· ἀόρ. ἐφράχθην Ὅμ., Ἀττ.· ἐφράγην (ἐν-) Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 7, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. γ΄, 19· πρκμ. πέφραγμαι Ἀττ.· γ΄ ὑπερσ. ἐπέφρακτο Ἡρόδ. 9. 142· ― ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ ἀορ. ἐνεργ. παθ. καὶ μέσ.· ― παρ’ Ἀττ. ἡ [[λέξις]] [[ἐνίοτε]] πάσχει μετάθεσιν γραμμάτων, π. χ. φάρξασθαι ἀντὶ φράξασθαι, πέφαργμαι ἀντὶ πέφραγμαι, φαρκτὸς ἀντὶ [[φρακτός]], [[κατάφαρκτος]], [[ναύφαρκτος]], Ἐτυμ. Μέγ. 667. 22, πρβλ. Dind. εἰς Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 63, Σοφ. Ἀντ. 236, Ἀριστοφ. Ἀχ. 95, Σφ. 352, Meineke εἰς Εὐφορ. 83. Ἐκ τῆς √ΦΡΑΚ ἢ ΦΡΑΓ παράγονται καὶ τὰ ἑξῆς: φραγῆναι, φράγνυμι, φράγμός, φράγμα, φρακτός, δρύφρακτος· πρβλ. Λατ. farc-io, fartor, καὶ [[ἴσως]] τὸ frequens· Γοτθ. bairg-a (τηρῶ, [[φυλάσσω]]), bairg-a-hei (ἡ ὀρεινή), baúrg-s ([[πόλις]])· Ἀρχ. Σκανδ. byrg-ja ([[περικλείω]]), borg· Ἀγγλο Σαξον. byrig-an ([[θάπτω]], to bury), burh ([[πόλις]], borougb)· Ἀρχ. Γερμ. bërc (Γερμ. berg, [[ἴσως]] συγγενὲς τῷ Ἀγγλ. burg)· Λιθ. bruk-ù (premere, comprimere) [ᾰ φύσει, [[διότι]] δὲν τρέπεται εἰς η ἐν τῇ Ἰωνικῇ διαλέκτῳ τοῦ Ἡροδ., Λοβεκ Παραλ. 401.] Περιφράττω, [[περικλείω]] διὰ φραγμοῦ καὶ μετὰ τῆς συνυπαρχούσης ἐννοίας τῆς προστασίας ἢ ἀσφαλείας, [[προστατεύω]], [[ἀσφαλίζω]], ὀχυρώνω, ῥινοῖσι βοῶν φράξαντες ἐπάλξεις, ὀχυρώσαντες, φράξαντες [[χάριν]] ἀσφαλείας δι’ ἀσπίδων, Ἰλ. Μ. 263· φράξε δέ μιν [τὴν [[σχεδίην]]] ῥίπεσσι, «πλέγμασι ψιαθώδεσιν» (Σχολ.), Ὀδ. Ε. 256· ἀρκύστατ’ ἂν φράξειεν (ἰδὲ [[ἀρκύστατος]]) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1375· φρ. [[δέμας]] ὅπλοισιν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 456· φρ. χεῖρα ἔρνεσι, «“στεφάνοις πληρώσας τὴν χεῖρα” [[ἔρνος]] δὲ Ἀλφειοῦ τὴν ἐλαίαν λέγει, ἀφ’ ἧς ὁ [[στέφανος]]» κτλ. (Σχόλ.), Πίνδ. Ι. 1. 95 (πρβλ. [[πυκνόω]])· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ φράξαντο δὲ νῆας ἕρκεϊ χαλκείῳ «διέφραξαν δὲ τὰς [[ναῦς]] σιδηρῷ περιφράγματι» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ο. 566, πρβλ. Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 63· φραξάμενοι τὴν ἀκρόπολιν Ἡρόδ. 8. 51· πύλας... ἐφραξάμεσθα προστάταις Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 798· [[ἀλλά]], ἐφράξαντο τὸ [[τεῖχος]] 9. 70· οὕτω κ. ἀλλ. ἀπολ., [[ἐνισχύω]] τὰ ὀχυρώματά μου, Θουκ. 8. 35. ― Παθ. φραχθέντες σάκκεσιν περιφραχθέντες διὰ τῶν ἀσπίδων Ἰλ. Ρ. 268, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 142, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 826, κλπ. [[οὕτως]] ἀπολ. πεφραγμένοι, ὠχυρωμένοι, ὡπλισμένοι, παρεσκευασμένοι πρὸς ἄμυναν, Ἡρόδ. 5. 34, Θουκ. 1. 82· ἐπὶ προσώπου, ὡπλισμένος, [[ἔνοπλος]], πεφρ. τοξεύμασιν Σοφ. Ἀποσπ. 376· ― μεταφ., ἐλπίδος πεφραγμένος, ἔχων τὴν πανοπλίαν τῆς ἐλπίδος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 235, ([[ἔνθα]] τὰ Σχόλια καί τινα Ἀντίγραφα ἔχουσι δεδραγμένος, ἀλλ’ ὁ [[κῶδιξ]] L. πεπραγμένος, [[τουτέστι]] πεφραγμένος) ΙΙ. ἐπὶ συνασπισμοῦ, φράξαντες [[δόρυ]] δουρί, [[σάκος]] σάκεϊ, συνάψαντες [[δόρυ]] πρὸς [[δόρυ]] καὶ ἀσπίδα πρὸς ἀσπίδα ([[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ σχηματισθῇ [[φραγμός]]), Ἰλ. Ν. 130· φράξαντες τὰ γέρα, θέντες αὐτὰ [[οὕτως]] [[ὥστε]] ν’ ἀποτελῶσι φραγμόν, Ἡρόδ. 9. 61· ― περὶ τοῦ χωρίου ἐν Αἰσχύλου Ἀγ. 823, ἴδε ἐν λ. [[πάγη]]. 2) παρὰ Ξεν. Κυνηγ. 3, 5, λέγεται ἐπὶ κυνῶν καταβιβαζόντων τὴν οὐράν. ΙΙΙ. ἀποφράττω, [[κλείω]], τὴν ὁδὸν Ἡρόδ. 8. 7· τοὺς ἔσπλους Θουκ. 4. 14· τὰ [[παρασκήνια]] Δημ 520. 19. ― Παθ. ἐπὶ τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 99· ὑπὸ ῥευμάτων φραχθεὶς [ὁ [[πλεύμων]]] Πλάτ. Τίμ. 84D· πεφραγμένων τῶν πόρων Ἀριστ. Προβλ. 23. 37. 2) μεταφ. ἀποφράττω, [[ἐμποδίζω]], παρακωλύω, [[δεσμεύω]], αἱ βαρεῖαι αὗται τροφαὶ φράττουσι τὸ ἡγεμονικὸν καὶ οὐκ ἑῶσι τὴν φρόνησιν ἐν αὑτῇ εἶναί τι Ἀθήν. 157D. ― Παθ., ἵνα πᾶν [[στόμα]] φραγῇ Ἐπιστ. πρὸς Ῥωμ. γ΄, 19, πρβλ. Β΄ πρὸς Κορινθ. ια΄, 10. Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν τόμ. Α΄, σ. 163. | |lstext='''φράσσω''': Ἀττ. -ττω Ξεν. Κυνηγ. 2, 9, Δημ. 520. 18, κ. ἀλλ. πρβλ. [[ἀποφράσσω]], [[φράγνυμι]]· ― ἀόρ. ἔφραξα Ὅμ., Ἀττ.· ― πρκμ. πέφρᾰγα (περι-) Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 298· ὑπερσ. ἐπεφράκεσαν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 8, 5· ― Μέσ., ἴδε [[φράγνυμι]]· μέλλ. φράξομαι (ἐμ-) Λουκ. Τίμ. 19· ἀόρ. ἐφραξάμην, Ἐπικ. φρ-, ἰδὲ κατωτ. ― Παθ. μέλλ. φραχθήσομαι, Γαλην. φρᾰγήσομαι, (κοινῶς φέρεται σφραγίσεται) Β΄ Ἐπισ. πρὸς Κορ. 10· ἀόρ. ἐφράχθην Ὅμ., Ἀττ.· ἐφράγην (ἐν-) Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 7, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. γ΄, 19· πρκμ. πέφραγμαι Ἀττ.· γ΄ ὑπερσ. ἐπέφρακτο Ἡρόδ. 9. 142· ― ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ ἀορ. ἐνεργ. παθ. καὶ μέσ.· ― παρ’ Ἀττ. ἡ [[λέξις]] [[ἐνίοτε]] πάσχει μετάθεσιν γραμμάτων, π. χ. φάρξασθαι ἀντὶ φράξασθαι, πέφαργμαι ἀντὶ πέφραγμαι, φαρκτὸς ἀντὶ [[φρακτός]], [[κατάφαρκτος]], [[ναύφαρκτος]], Ἐτυμ. Μέγ. 667. 22, πρβλ. Dind. εἰς Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 63, Σοφ. Ἀντ. 236, Ἀριστοφ. Ἀχ. 95, Σφ. 352, Meineke εἰς Εὐφορ. 83. Ἐκ τῆς √ΦΡΑΚ ἢ ΦΡΑΓ παράγονται καὶ τὰ ἑξῆς: φραγῆναι, φράγνυμι, φράγμός, φράγμα, φρακτός, δρύφρακτος· πρβλ. Λατ. farc-io, fartor, καὶ [[ἴσως]] τὸ frequens· Γοτθ. bairg-a (τηρῶ, [[φυλάσσω]]), bairg-a-hei (ἡ ὀρεινή), baúrg-s ([[πόλις]])· Ἀρχ. Σκανδ. byrg-ja ([[περικλείω]]), borg· Ἀγγλο Σαξον. byrig-an ([[θάπτω]], to bury), burh ([[πόλις]], borougb)· Ἀρχ. Γερμ. bërc (Γερμ. berg, [[ἴσως]] συγγενὲς τῷ Ἀγγλ. burg)· Λιθ. bruk-ù ([[premere]], [[comprimere]]) [ᾰ φύσει, [[διότι]] δὲν τρέπεται εἰς η ἐν τῇ Ἰωνικῇ διαλέκτῳ τοῦ Ἡροδ., Λοβεκ Παραλ. 401.] Περιφράττω, [[περικλείω]] διὰ φραγμοῦ καὶ μετὰ τῆς συνυπαρχούσης ἐννοίας τῆς προστασίας ἢ ἀσφαλείας, [[προστατεύω]], [[ἀσφαλίζω]], ὀχυρώνω, ῥινοῖσι βοῶν φράξαντες ἐπάλξεις, ὀχυρώσαντες, φράξαντες [[χάριν]] ἀσφαλείας δι’ ἀσπίδων, Ἰλ. Μ. 263· φράξε δέ μιν [τὴν [[σχεδίην]]] ῥίπεσσι, «πλέγμασι ψιαθώδεσιν» (Σχολ.), Ὀδ. Ε. 256· ἀρκύστατ’ ἂν φράξειεν (ἰδὲ [[ἀρκύστατος]]) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1375· φρ. [[δέμας]] ὅπλοισιν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 456· φρ. χεῖρα ἔρνεσι, «“στεφάνοις πληρώσας τὴν χεῖρα” [[ἔρνος]] δὲ Ἀλφειοῦ τὴν ἐλαίαν λέγει, ἀφ’ ἧς ὁ [[στέφανος]]» κτλ. (Σχόλ.), Πίνδ. Ι. 1. 95 (πρβλ. [[πυκνόω]])· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ φράξαντο δὲ νῆας ἕρκεϊ χαλκείῳ «διέφραξαν δὲ τὰς [[ναῦς]] σιδηρῷ περιφράγματι» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ο. 566, πρβλ. Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 63· φραξάμενοι τὴν ἀκρόπολιν Ἡρόδ. 8. 51· πύλας... ἐφραξάμεσθα προστάταις Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 798· [[ἀλλά]], ἐφράξαντο τὸ [[τεῖχος]] 9. 70· οὕτω κ. ἀλλ. ἀπολ., [[ἐνισχύω]] τὰ ὀχυρώματά μου, Θουκ. 8. 35. ― Παθ. φραχθέντες σάκκεσιν περιφραχθέντες διὰ τῶν ἀσπίδων Ἰλ. Ρ. 268, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 142, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 826, κλπ. [[οὕτως]] ἀπολ. πεφραγμένοι, ὠχυρωμένοι, ὡπλισμένοι, παρεσκευασμένοι πρὸς ἄμυναν, Ἡρόδ. 5. 34, Θουκ. 1. 82· ἐπὶ προσώπου, ὡπλισμένος, [[ἔνοπλος]], πεφρ. τοξεύμασιν Σοφ. Ἀποσπ. 376· ― μεταφ., ἐλπίδος πεφραγμένος, ἔχων τὴν πανοπλίαν τῆς ἐλπίδος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 235, ([[ἔνθα]] τὰ Σχόλια καί τινα Ἀντίγραφα ἔχουσι δεδραγμένος, ἀλλ’ ὁ [[κῶδιξ]] L. πεπραγμένος, [[τουτέστι]] πεφραγμένος) ΙΙ. ἐπὶ συνασπισμοῦ, φράξαντες [[δόρυ]] δουρί, [[σάκος]] σάκεϊ, συνάψαντες [[δόρυ]] πρὸς [[δόρυ]] καὶ ἀσπίδα πρὸς ἀσπίδα ([[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ σχηματισθῇ [[φραγμός]]), Ἰλ. Ν. 130· φράξαντες τὰ γέρα, θέντες αὐτὰ [[οὕτως]] [[ὥστε]] ν’ ἀποτελῶσι φραγμόν, Ἡρόδ. 9. 61· ― περὶ τοῦ χωρίου ἐν Αἰσχύλου Ἀγ. 823, ἴδε ἐν λ. [[πάγη]]. 2) παρὰ Ξεν. Κυνηγ. 3, 5, λέγεται ἐπὶ κυνῶν καταβιβαζόντων τὴν οὐράν. ΙΙΙ. ἀποφράττω, [[κλείω]], τὴν ὁδὸν Ἡρόδ. 8. 7· τοὺς ἔσπλους Θουκ. 4. 14· τὰ [[παρασκήνια]] Δημ 520. 19. ― Παθ. ἐπὶ τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 99· ὑπὸ ῥευμάτων φραχθεὶς [ὁ [[πλεύμων]]] Πλάτ. Τίμ. 84D· πεφραγμένων τῶν πόρων Ἀριστ. Προβλ. 23. 37. 2) μεταφ. ἀποφράττω, [[ἐμποδίζω]], παρακωλύω, [[δεσμεύω]], αἱ βαρεῖαι αὗται τροφαὶ φράττουσι τὸ ἡγεμονικὸν καὶ οὐκ ἑῶσι τὴν φρόνησιν ἐν αὑτῇ εἶναί τι Ἀθήν. 157D. ― Παθ., ἵνα πᾶν [[στόμα]] φραγῇ Ἐπιστ. πρὸς Ῥωμ. γ΄, 19, πρβλ. Β΄ πρὸς Κορινθ. ια΄, 10. Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν τόμ. Α΄, σ. 163. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 44: | Line 44: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''φράσσω''': {phrássō}<br />'''Forms''': att. -ττω, auch [[φράγνυμι]], Fut. φράξω (alles nachhom.), Aor. φράξαι, -ασθαι ([[ἐφάρξαντο]] Hdn. Gr.), φραχθῆναι (seit Il.), [[φραγῆναι]] (hell. u. sp.) mit φραγήσομαι neben φραχθήσομαι (sp.), Perf. Med. πέφραγμαι (E. usw.), πεφαργμένος (Hdn. Gr.), Plpf. [[ἐπέφρακτο]] (Hdt.), Akt. πέφρακα (Ph.), πέφραγα (Sch.);<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': ‘umzäunen, umschanzen, verschanzen, (ein Schiff) mit Setzbord (gegen die Wellen) ausrüsten, (ein Pferd) mit Schuppenpanzern versehen, sperren’ (zu [[φράσσω]] als nautischem Fachausdruck Taillardat Rev. de phil. 3. sér. 39, 83 ff.).<br />'''Composita''': oft m. Präfix, z.B. ἀντι-, ἀπο-, ἐν-, περι-, συν-,<br />'''Derivative''': Ableitungen. 1. [[φράγμα]] ([[διά]]-, περι-, ἔμ- usw. mit verschiedenen Sinnfärbungen) n. [[Umzäunung]], [[Schutz]], [[Abwehr]] (ion. att.), [[φάρχμα]] n. ib. (Epid.IV<sup>a</sup>; < -κσμ-); [[διαφραγμάτιον]] n. [[kleine Scheidewand]] (Delos III<sup>a</sup>). 2. -μός (ἐμ-) m. [[ | |ftr='''φράσσω''': {phrássō}<br />'''Forms''': att. -ττω, auch [[φράγνυμι]], Fut. φράξω (alles nachhom.), Aor. φράξαι, -ασθαι ([[ἐφάρξαντο]] Hdn. Gr.), φραχθῆναι (seit Il.), [[φραγῆναι]] (hell. u. sp.) mit φραγήσομαι neben φραχθήσομαι (sp.), Perf. Med. πέφραγμαι (E. usw.), πεφαργμένος (Hdn. Gr.), Plpf. [[ἐπέφρακτο]] (Hdt.), Akt. πέφρακα (Ph.), πέφραγα (Sch.);<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': ‘umzäunen, umschanzen, verschanzen, (ein Schiff) mit Setzbord (gegen die Wellen) ausrüsten, (ein Pferd) mit Schuppenpanzern versehen, sperren’ (zu [[φράσσω]] als nautischem Fachausdruck Taillardat Rev. de phil. 3. sér. 39, 83 ff.).<br />'''Composita''': oft m. Präfix, z.B. ἀντι-, ἀπο-, ἐν-, περι-, συν-,<br />'''Derivative''': Ableitungen. 1. [[φράγμα]] ([[διά]]-, περι-, ἔμ- usw. mit verschiedenen Sinnfärbungen) n. [[Umzäunung]], [[Schutz]], [[Abwehr]] (ion. att.), [[φάρχμα]] n. ib. (Epid.IV<sup>a</sup>; < -κσμ-); [[διαφραγμάτιον]] n. [[kleine Scheidewand]] (Delos III<sup>a</sup>). 2. -μός (ἐμ-) m. das [[Einschließen]], [[Umzäunung]], [[Zaun]] (ion. att.) mit -μίτης Beiw. von [[θάμνος]], [[κάλαμος]] [[in Zäunen wachsend]] (Redard 77, Strömberg Pfl. 117). 3. [[φράξις]], vorw. mit ἀπο-, δια-, ἀντι-, ἐν-, συν- u.a., [[das Umzäunen]] (ion. att.). 4. κατα-, [[περιφράκτης]] m. [[Umzäuner]] (sp.), [[φράκτης]] [[Schleusentor]] (Prokop.). 5. [[φρακτός]] [[umzäunt]], [[geschützt]] (Opp.) mit [[φρακτεύω]] [[umzingeln]] (Pap.III<sup>a</sup>); [[φαρκτός]] ib. (''EM'') mit [[φαρκτόομαι]] in φάρκτου φυλακὴν σκεύαζε H.; auch [[φάρκτεσθαι]] (für -οῦσθαι?)· τὸ φράττεσθαι H.; alt und gewöhnlich in Kompp., z.B. [[ἄφρακτος]] ([[ἄφαρκτος]]) [[unverzäunt]], [[unbefestigt]], [[ohne Setzbord]], [[ohne Rüstung]] (att.), [[ναύφρακτος]] (-φαρκτος) [[von Schiffen beschirmt]] ([[στρατός]] u.dgl.; A. in lyr., E., Ar., att. Inschr.); zur Erklärung Taillardat a. O. 6. [[φρακτικός]] (παρα-, ἐκ-, ἐμ-) [[sperrend]] (Mediz. u.a.). —Zu [[δρύφακτος]] s. bes.<br />'''Etymology''': Als gemeinsame Grundlage läßt sich in erster Hand φρακ- (woneben als schwundstufige Variante φαρκ- nach Schwyzer 342) ansetzen, da das spät belegte [[φραγῆναι]] Analogiebildung ist (Schw. 760), ebenso wie [[φράγνυμι]] (ἄξαι: [[ἄγνυμι]], ῥῆξαι: [[ῥήγνυμι]]) u.a. Auch [[φράσσω]] (und πέφρακα) kann indessen zu φράξαι analogisch gebildet sein ([[πρᾶξαι]]: [[πράσσω]] u. a.; Schw. 715). weshalb auch φραγ- in Betracht kommt. — Eine überzeugende außergriech. Entsprechung fehlt. Seit alters wird damit lat. ''farciō'' [[stopfen]], [[vollstopfen]], [[mästen]] und ''frequēns'' [[gedrängt voll]], [[häufig]] verbunden, so u.a. Curtius 302 (m. älterer Lit.). Dagegen mit guten Gründen WP. 2, 134 f.; zurückhaltend W.-Hofmann [[sub verbo|s.v.]] (m. reicher Lit.). — Zu [[φύρκος]]· [[τεῖχος]] H. s. [[πύργος]] m. Lit. — Vgl. [[φρήν]].<br />'''Page''' 2,1038-1039 | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':fr£ssw 弗拉所<br />'''詞類次數''':動詞(3)<br />'''原文字根''':障礙 相當於: ([[אָטַם]]‎) ([[סוּךְ]]‎ / [[סָכַךְ]]‎ / [[סׄכֵךְ]]‎ / [[שָׂכַךְ]]‎) ([[סָתַם]]‎ / [[שָׂתַם]]‎) ([[שׂוּךְ]]‎)<br />'''字義溯源''':阻隔,關閉,作圍籬,設防,保護,阻,阻擋,塞住,堵;源自([[φρήν]])*=心思,隔膜)<br />'''出現次數''':總共(3);羅(1);林後(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 堵了(1) 來11:33;<br />2) 阻(1) 林後11:10;<br />3) 塞住(1) 羅3:19 | |sngr='''原文音譯''':fr£ssw 弗拉所<br />'''詞類次數''':動詞(3)<br />'''原文字根''':障礙 相當於: ([[אָטַם]]‎) ([[סוּךְ]]‎ / [[סָכַךְ]]‎ / [[סׄכֵךְ]]‎ / [[שָׂכַךְ]]‎) ([[סָתַם]]‎ / [[שָׂתַם]]‎) ([[שׂוּךְ]]‎)<br />'''字義溯源''':阻隔,關閉,作圍籬,設防,保護,阻,阻擋,塞住,堵;源自([[φρήν]])*=心思,隔膜)<br />'''出現次數''':總共(3);羅(1);林後(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 堵了(1) 來11:33;<br />2) 阻(1) 林後11:10;<br />3) 塞住(1) 羅3:19 | ||
}} | }} |