Anonymous

ἐξορία: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐξορία]]) [[εξόριος]]<br /><b>1.</b> [[αποπομπή]] κάποιου και αναγκαστική [[διαβίωση]] έξω από τα [[σύνορα]] της πατρίδας του, [[απέλαση]]<br /><b>2.</b> απομακρυσμένος και [[αφιλόξενος]] [[τόπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτόπιση]], [[εξαναγκασμός]] από τις αρχές να εγκαταλείψει [[κάποιος]] τον [[τόπο]] κατοικίας του και να ζει με [[επιτήρηση]] σε [[άλλη]] [[περιοχή]] [[μέσα]] στα [[σύνορα]] της πατρίδας του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ζει στην [[εξορία]] του Αδάμ» — ζει σε απομακρυσμένο και αφιλόξενο [[μέρος]].
|mltxt=η (AM [[ἐξορία]]) [[εξόριος]]<br /><b>1.</b> [[αποπομπή]] κάποιου και αναγκαστική [[διαβίωση]] έξω από τα [[σύνορα]] της πατρίδας του, [[απέλαση]]<br /><b>2.</b> απομακρυσμένος και [[αφιλόξενος]] [[τόπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτόπιση]], [[εξαναγκασμός]] από τις αρχές να εγκαταλείψει [[κάποιος]] τον [[τόπο]] κατοικίας του και να ζει με [[επιτήρηση]] σε [[άλλη]] [[περιοχή]] [[μέσα]] στα [[σύνορα]] της πατρίδας του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ζει στην [[εξορία]] του Αδάμ» — ζει σε απομακρυσμένο και αφιλόξενο [[μέρος]].
}}
{{trml
|trtx====[[exile]]===
Albanian: mërgim, syrgjyn, internim; Arabic: ⁧نَفْي⁩, ⁧تَبْعِيد⁩; Aramaic: ⁧גלותא⁩; Armenian: աքսոր, աքսորում; Asturian: exiliu, estierru, destierru; Azerbaijani: sürgün; Bashkir: һөргөн; Belarusian: выгнанне, засланне; Bulgarian: изгнание, заточение; Catalan: exili, bandejament, desterrament; Chinese Mandarin: 流亡, 放逐, 流放; Czech: vyhnanství, exil; Danish: eksil; Dutch: [[ballingschap]], [[verbanning]]; Estonian: eksiil, maapagu; Finnish: maanpako, maanpakolaisuus; French: [[exil]]; Galician: exilio, desterro; Georgian: გაძევება, განდევნა; German: [[Exil]], [[Verbannung]]; Greek: [[εξορία]]; Ancient Greek: [[ἐξορία]]; Hebrew: ⁧גָּלוּת⁩; Hindi: निर्वासन; Hungarian: száműzés, száműzetés; Icelandic: útlegð; Indonesian: pengasingan, eksil; Irish: deoraíocht; Italian: [[esilio]]; Japanese: 亡命, 追放; Kazakh: айдалу, қуғын, сүргін; Korean: 망명(亡命), 추방(追放); Kurdish Northern Kurdish: sirgûn; Kyrgyz: сүргүн; Latin: [[exsilium]], [[ablegatio]]; Latvian: trimda, izraidījums; Lithuanian: tremtis; Macedonian: изгнанство, прогонство, егзил; Malay: buangan, eksil; Maltese: eżilju; Manx: joarreeaght, joarreeys; Maori: whakapakotanga; Norwegian Bokmål: eksil, utlendighet; Nynorsk: eksil; Occitan: exili; Old English: wræc; Persian: ⁧تبعید⁩; Polish: uchodźstwo, wygnanie, banicja, zesłanie; Portuguese: [[exílio]], [[desterro]]; Romanian: exil, exilare; Russian: [[ссылка]], [[изгнание]]; Serbo-Croatian Cyrillic: изгна̀нство, про̀го̄нство, ѐгзӣл, ѝзгон; Roman: izgnànstvo, prògōnstvo, ègzīl, ìzgon; Slovak: vyhnanstvo, exil; Slovene: pregnanstvo, izgnanstvo, izgon; Spanish: [[exilio]], [[destierro]]; Swedish: exil, landsflykt; Tajik: бадарға, табъид; Tatar: сөрген; Thai: การเนรเทศ; Turkish: sürgün; Turkmen: sürgün; Ukrainian: вигнання, заслання, екзиль, екзил; Uyghur: ⁧سۈرگۈن⁩; Uzbek: surgun; Volapük: xil; Welsh: alltudiaeth
}}
}}