Anonymous

πηκτίς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος"
m (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ή, και δωρ. τ. [[πακτίς]] και αιολ. τ. πᾱκτις, -ιδος, ΜΑ<br /><b>1.</b> λυδικής προέλευσης μουσικό όργανο με [[είκοσι]] χορδές, που έμοιαζε με [[άρπα]]<br /><b>2.</b> [[λύρα]]<br /><b>3.</b> [[ποιμενικός]] [[αυλός]] με [[πολλά]] ενωμένα καλάμια<br /><b>4.</b> [[κλουβί]] ή [[δίχτυ]] για να πιάνουν και να κρατούν [[μέσα]] πουλιά<br /><b>5.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[μάχαιρα]], [[κρεοκόπος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πηγ</i>- του <i>πήγ</i>-<i>νυμι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -(<i>τ</i>)<i>ίς</i> (<b>πρβλ.</b> [[τρωκτίς]])].
|mltxt=-ίδος, ή, και δωρ. τ. [[πακτίς]] και αιολ. τ. πᾱκτις, -ιδος, ΜΑ<br /><b>1.</b> λυδικής προέλευσης μουσικό όργανο με [[είκοσι]] χορδές, που έμοιαζε με [[άρπα]]<br /><b>2.</b> [[λύρα]]<br /><b>3.</b> [[ποιμενικός]] [[αυλός]] με [[πολλά]] ενωμένα καλάμια<br /><b>4.</b> [[κλουβί]] ή [[δίχτυ]] για να πιάνουν και να κρατούν [[μέσα]] πουλιά<br /><b>5.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[μάχαιρα]], [[κρεοκόπος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πηγ</i>- του <i>πήγ</i>-<i>νυμι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -(<i>τ</i>)<i>ίς</i> (<b>πρβλ.</b> [[τρωκτίς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πηκτίς:''' Αιολ. και Δωρ. [[πακτίς]], -[[ίδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αρχαία [[άρπα]] που χρησιμοποιήθηκε από τους Λυδούς, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> είδος ποιμενικού αυλού, από [[πολλά]] καλάμια ενωμένα μαζί, όπως ο [[αυλός]] του Πάνα ([[σῦριγξ]]), σε Ανθ.
|lsmtext='''πηκτίς:''' Αιολ. και Δωρ. [[πακτίς]], -ίδος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αρχαία [[άρπα]] που χρησιμοποιήθηκε από τους Λυδούς, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> είδος ποιμενικού αυλού, από [[πολλά]] καλάμια ενωμένα μαζί, όπως ο [[αυλός]] του Πάνα ([[σῦριγξ]]), σε Ανθ.
}}
}}
{{ls
{{ls