Anonymous

φιαλίδιο: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος"
(45)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[φιαλίδιον]], ΝΜΑ<br /><b>υποκορ.</b> μικρή [[φιάλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μυκητ.)</b> εξειδικευμένο όργανο ορισμένων μυκήτων, το οποίο έχει [[συνήθως]] το [[σχήμα]] φιάλης και αναπτύσσεται από τον κονιδιοφόρο και [[μέσα]] ή [[πάνω]] στο οποίο παράγονται τα κονίδια τα οποία [[είναι]] γνωστά ως φιαλιδοσπόρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φιαλίς]], -[[ίδος]]. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>phialide</i>].
|mltxt=το / [[φιαλίδιον]], ΝΜΑ<br /><b>υποκορ.</b> μικρή [[φιάλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μυκητ.)</b> εξειδικευμένο όργανο ορισμένων μυκήτων, το οποίο έχει [[συνήθως]] το [[σχήμα]] φιάλης και αναπτύσσεται από τον κονιδιοφόρο και [[μέσα]] ή [[πάνω]] στο οποίο παράγονται τα κονίδια τα οποία [[είναι]] γνωστά ως φιαλιδοσπόρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φιαλίς]], -ίδος. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>phialide</i>].
}}
}}