φιαλίδιο
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
Greek Monolingual
το / φιαλίδιον, ΝΜΑ
υποκορ. μικρή φιάλη
νεοελλ.
(μυκητ.) εξειδικευμένο όργανο ορισμένων μυκήτων, το οποίο έχει συνήθως το σχήμα φιάλης και αναπτύσσεται από τον κονιδιοφόρο και μέσα ή πάνω στο οποίο παράγονται τα κονίδια τα οποία είναι γνωστά ως φιαλιδοσπόρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιαλίς, -ίδος. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. phialide].