Anonymous

ἀφιλόξενος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀφιλόξενος]], -ον)<br />αυτός που δεν αγαπά τους ξένους ή που δεν τους περιποιείται<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[τόπο]])<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που κατοικείται από αφιλόξενους ανθρώπους<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αρέσει στους ξένους.
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀφιλόξενος]], -ον)<br />αυτός που δεν αγαπά τους ξένους ή που δεν τους περιποιείται<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[τόπο]])<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που κατοικείται από αφιλόξενους ανθρώπους<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αρέσει στους ξένους.
}}
{{trml
|trtx====[[inhospitable]]===
Bulgarian: негостоприемен; Catalan: inhòspit; Dutch: [[onherbergzaam]]; French: [[inhospitalier]]; Galician: inhóspito; Greek: [[αφιλόξενος]]; Ancient Greek: [[ἀλίμενος]], [[ἄμεικτος]], [[ἄμικτος]], [[ἀμιχθαλόεις]], [[ἄξεινος]], [[ἄξενος]], [[ἀπόξενος]], [[ἀφιλόξενος]], [[δύσαυλος]], [[δύσξενος]], [[δύσχορτος]], [[ἐχθρόξενος]], [[κακόξεινος]], [[κακόξενος]], [[μισόξενος]], [[φυγόξενος]]; Irish: ainfhial, danartha, dofháilteach, doicheallach, dothíosach; Latin: [[inhospitalis]]; Malagasy: tsy azo hiainana; Manx: neuoastagh, anoltagh, neuaaghtagh, neuchuirree; Norwegian Bokmål: ugjestmild; Nynorsk: ugjestmild; Old English: uncumlīþe, unġiestlīþe; Polish: niegościnny; Portuguese: [[inóspito]]; Russian: [[негостеприимный]]; Spanish: [[inhóspito]]; Swedish: ogästvänlig
}}
}}