ἀφιλόξενος Search Google

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφῐλόξενος Medium diacritics: ἀφιλόξενος Low diacritics: αφιλόξενος Capitals: ΑΦΙΛΟΞΕΝΟΣ
Transliteration A: aphilóxenos Transliteration B: aphiloxenos Transliteration C: afiloksenos Beta Code: a)filo/cenos

English (LSJ)

ἀφιλόξενον, inhospitable, Eust. 1733.20.

Spanish (DGE)

-ον inhospitalario, ἀγνώμων καὶ ἀ. Eust.1733.20.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀφιλόξενος, -ον)
αυτός που δεν αγαπά τους ξένους ή που δεν τους περιποιείται
νεοελλ.
(για τόπο)
1. εκείνος που κατοικείται από αφιλόξενους ανθρώπους
2. αυτός που δεν αρέσει στους ξένους.

Translations