Anonymous

ἀκοινωνησία: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
mNo edit summary
 
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀκοινωνησία]]) [[ἀκοινώνητος]]<br />η [[έλλειψη]] κοινωνικότητας, η [[αποφυγή]] σχέσεων και συναναστροφών || <b>μσν.-νεοελλ.</b> η [[απαγόρευση]] σε κάποιον να κοινωνήσει, να λάβει τη [[θεία]] Μετάληψη<br /><b>μσν.</b><br />ο [[αφορισμός]], η [[αποκοπή]] κάποιου από το [[σώμα]] της Εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br />το να μην υπάρχει [[συμμετοχή]] από κοινού σε [[αγαθά]].
|mltxt=η (Α [[ἀκοινωνησία]]) [[ἀκοινώνητος]]<br />η [[έλλειψη]] κοινωνικότητας, η [[αποφυγή]] σχέσεων και συναναστροφών || <b>μσν.-νεοελλ.</b> η [[απαγόρευση]] σε κάποιον να κοινωνήσει, να λάβει τη [[θεία]] Μετάληψη<br /><b>μσν.</b><br />ο [[αφορισμός]], η [[αποκοπή]] κάποιου από το [[σώμα]] της Εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br />το να μην υπάρχει [[συμμετοχή]] από κοινού σε [[αγαθά]].
}}
{{trml
|trtx====[[unsociability]]===
Bulgarian: необщителност; English: [[unsociability]], [[unsociableness]]; German: [[Ungeselligkeit]], [[Zurückgezogenheit]]; French: [[insociabilité]]; Greek: [[αντικοινωνικότητα]], [[ακοινωνησιά]], [[ακοινωνικότητα]], [[το μονόχνωτο]], [[το ακοινώνητο]]; Ancient Greek: [[ἀκοινωνησία]], [[ἀκοινωνία]], [[ἀμειξία]], [[ἀμειξίη]], [[ἀμιξία]], [[ἀμιξίη]], [[ἀνεπιμιξία]], [[ἀπανθρωπεία]], [[ἀπανθρωπία]], [[δυσομιλία]], [[τὸ ἄμικτον]], [[τὸ ἀνεπικοινώνητον]], [[τὸ ἀνεπίμικτον]], [[τὸ δυσεπίμικτον]], [[τὸ δυσξύμβολον]], [[τὸ δυσσύμβολον]]; Spanish: [[insociabilidad]]
}}
}}