ἀκοινωνησία
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ἡ,
A non-existence of community of property, Arist. Pol.1236b22.
II unsociableness, Stob.2.7.25.
III lack of community, incompatibility, Dam.Pr.221, 423.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I 1falta de propiedad colectiva ὧν οὐδὲν γίνεται διὰ τὴν ἀκοινωνησίαν ἀλλὰ διὰ τὴν μοχθηρίαν estos (males) no se deben a que no exista la propiedad colectivizada sino a la maldad Arist.Pol.1263b22.
2 falta de motivos comunes, incompatibilidad Dam.in Prm.221, 423.
3 insociabilidad Stob.2.7.25.
II crist. excomunión Leont.Byz.M.86.1236A.
German (Pape)
ή, Mangel an Gemeinschaft, z.B. κτήσεων Arist. Pol. 2.3; Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀκοινωνησία: ἡ отсутствие общности: διὰ τὴν ἀκοινωνησίαν Arst. вследствие того, что нет общности владения.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοινωνησία: ἡ, ἔλλειψις κοινωνίας ἢ κοινότητος τῶν ἀγαθῶν, Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 12. ΙΙ. τὸ μὴ εἶναί τινα κοινωνικόν, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 320. ΙΙΙ. ἀφορισμὸς ἀπὸ τῆς ἱερᾶς κοινωνίας, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
η (Α ἀκοινωνησία) ἀκοινώνητος
η έλλειψη κοινωνικότητας, η αποφυγή σχέσεων και συναναστροφών
Translations
unsociability
Bulgarian: необщителност; English: unsociability, unsociableness; German: Ungeselligkeit, Zurückgezogenheit; French: insociabilité; Greek: αντικοινωνικότητα, ακοινωνησιά, ακοινωνικότητα, το μονόχνωτο, το ακοινώνητο; Ancient Greek: ἀκοινωνησία, ἀκοινωνία, ἀμειξία, ἀμειξίη, ἀμιξία, ἀμιξίη, ἀνεπιμιξία, ἀπανθρωπεία, ἀπανθρωπία, δυσομιλία, τὸ ἄμικτον, τὸ ἀνεπικοινώνητον, τὸ ἀνεπίμικτον, τὸ δυσεπίμικτον, τὸ δυσξύμβολον, τὸ δυσσύμβολον; Spanish: insociabilidad