Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπόσχεσις: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yposchesis
|Transliteration C=yposchesis
|Beta Code=u(po/sxesis
|Beta Code=u(po/sxesis
|Definition=-εως, ἡ, ([[ὑπισχνέομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[undertaking]], [[engagement]], [[promise]], οὐδέ τοι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥν περ ὑπέσταν Il.2.286; τέλεσόν μοι ὑ. ἥν περ ὑπέστης Od.10.483; τὴν ὑπόσχεσιν ἐκτελέσαι [[Herodotus|Hdt.]]5.35; [[κραίνειν]] A.Supp.368; [[ἀποδιδόναι]] Isoc.15.75, cf. Pl.Men.77a; ὑπόσχεσιν [[ἀπολαβεῖν]] = to [[receive]] the [[fulfilment]] of a [[promise]], X.Smp.3.3; [[ἀπαιτεῖν]] τὰς ὑποσχέσεις = to [[demand]] [[their]] [[fulfilment]], Arist.EN1164a17; ὑπόσχεσιν [[ψεύσασθαι]] = to [[fail]] in [[its]] [[performance]], Aeschin.1.143; μεγάλας [[ποιεῖσθαι]] τὰς ὑποσχέσεις Isoc.4.14; ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη = was [[accomplish]]ed, Th.4.39; δύο ὑποσχέσεις, τὴν μὲν [[ἀναπρᾶξαι]], τὴν δὲ αὐτὸς ἀποδοῦναι Id.2.95; [[ἐξ ὑποσχέσεως]] = [[according]] to [[engagement]], CIG2713 (Labranda), cf. 2779 (Aphrodisias), IG4.203 (Isthmus).<br><span class="bld">II</span> [[promise]] to [[pay]], ὀκτὼ δραχμῶν PCair.Zen. 736.25 (iii B. C.), cf. POxy.91.11 (ii A. D.); [[contract]] to [[execute]] [[work]], [[farm]] [[land]], etc., ib. 1117.6 (ii A. D.), PTeb.10.7 (ii B. C.).<br><span class="bld">III</span> [[profession]] of [[principle]]s, Luc.Pisc.31.εως, ἡ, ([[ὑπισχνέομαι]])
|Definition=ὑποσχέσεως, ἡ, ([[ὑπισχνέομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[undertaking]], [[engagement]], [[promise]], οὐδέ τοι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥν περ ὑπέσταν Il.2.286; τέλεσόν μοι ὑ. ἥν περ ὑπέστης Od.10.483; τὴν ὑπόσχεσιν ἐκτελέσαι [[Herodotus|Hdt.]]5.35; [[κραίνειν]] A.Supp.368; [[ἀποδιδόναι]] Isoc.15.75, cf. Pl.Men.77a; ὑπόσχεσιν [[ἀπολαβεῖν]] = to [[receive]] the [[fulfilment]] of a [[promise]], X.Smp.3.3; [[ἀπαιτεῖν]] τὰς ὑποσχέσεις = to [[demand]] [[their]] [[fulfilment]], Arist.EN1164a17; ὑπόσχεσιν [[ψεύσασθαι]] = to [[fail]] in [[its]] [[performance]], Aeschin.1.143; μεγάλας [[ποιεῖσθαι]] τὰς ὑποσχέσεις Isoc.4.14; ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη = was [[accomplish]]ed, Th.4.39; δύο ὑποσχέσεις, τὴν μὲν [[ἀναπρᾶξαι]], τὴν δὲ αὐτὸς ἀποδοῦναι Id.2.95; [[ἐξ ὑποσχέσεως]] = [[according]] to [[engagement]], CIG2713 (Labranda), cf. 2779 (Aphrodisias), IG4.203 (Isthmus).<br><span class="bld">II</span> [[promise]] to [[pay]], ὀκτὼ δραχμῶν PCair.Zen. 736.25 (iii B. C.), cf. POxy.91.11 (ii A. D.); [[contract]] to [[execute]] [[work]], [[farm]] [[land]], etc., ib. 1117.6 (ii A. D.), PTeb.10.7 (ii B. C.).<br><span class="bld">III</span> [[profession]] of [[principle]]s, Luc.Pisc.31.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[promesse]] : ὑπόσχεσιν ποιεῖσθαι ISOCR faire une promesse ; ἐκπληρῶσαι HDT remplir une promesse ; τελεῖν OD, ἐκτελεῖν IL accomplir une promesse;<br /><b>2</b> [[déclaration]], [[profession]] ; profession, genre de vie.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπισχνέομαι]].
|btext=ὑποσχέσεως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[promesse]] : ὑπόσχεσιν ποιεῖσθαι ISOCR faire une promesse ; ἐκπληρῶσαι HDT remplir une promesse ; τελεῖν OD, ἐκτελεῖν IL accomplir une promesse;<br /><b>2</b> [[déclaration]], [[profession]] ; profession, genre de vie.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπισχνέομαι]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπόσχεσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[обещание]], [[обязательство]] Hom., Her., Isocr., Plat.: ἡ ὑ. ἀπέβη Thuc. обещание было выполнено; ἀπολάβοιμι παρὰ Καλλίου τὴν ὑπόσχεσιν Xen. я бы хотел, чтобы Каллий сдержал свое слово;<br /><b class="num">2</b> [[род занятий]], [[профессия]] (τὸ [[ἀξίωμα]] τῆς ὑποσχέσεως Luc.).
|elrutext='''ὑπόσχεσις:''' ὑποσχέσεως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[обещание]], [[обязательство]] Hom., Her., Isocr., Plat.: ἡ ὑ. ἀπέβη Thuc. обещание было выполнено; ἀπολάβοιμι παρὰ Καλλίου τὴν ὑπόσχεσιν Xen. я бы хотел, чтобы Каллий сдержал свое слово;<br /><b class="num">2</b> [[род занятий]], [[профессия]] (τὸ [[ἀξίωμα]] τῆς ὑποσχέσεως Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόσχεσις''': -εως, ἡ, ([[ὑπισχνέομαι]]) ὡς καὶ νῦν, τὸ ὑπισχνεῖσθαί τι, [[ὑπόσχεσις]], [[οὐδέ]] τι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥνπερ ὑπέσταν Ἰλ. Β. 286· τέλεσόν μοι ὑπ. ἥνπερ ὑπέστης Ὀδ. Κ. 483· τὴν ὑπ. ἐκπληρῶσαι Ἡρόδ. 5. 35· κραίνειν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 368· ἀποδιδόναι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 81, Πλάτ. Μένων 77Α· ὑπ. ἀπολαβεῖν, λαβεῖν τὴν ἐκπλήρωσιν ὑποσχέσεως, Ξεν. Συμπ. 3, 3· ἀπαιτεῖν τὰς ὑπ., ἀπαιτεῖν τὴν ἐκτέλεσιν αὐτῶν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 1, 4· ὑπ. ψεύδεσθαι Αἰσχίν. 20. 9· μεγάλας ποιεῖσθαι τὰς ὑπ. Ἰσοκρ. 3D· ἡ ὑπ. ἀπέβη, ἐξετελέσθη, Θουκ. 4. 39· δύο ὑποσχέσεις, τὴν μὲν ἀναπρᾶξαι, τὴν δὲ αὐτὸς ἀποδοῦναι ὁ αὐτ. 2. 95· ἐξ ὑποσχέσεως, [[συμφώνως]] [[πρός]]…, Συλλ. Ἐπιγρ. 2713, πρβλ. 1104, 2779 κ. ἀλλαχ.· πρβλ. [[ὑπόθεσις]] ΙΙΙ. 3. ΙΙ. [[ἐπάγγελμα]] (ὡς [[τρόπος]] τοῦ βίου), ὁρῶν δὲ πολλούς... διαφθείροντας τὸ [[ἀξίωμα]] τῆς ὑποσχέσεως ἠγανάκτουν Λουκ. Ἁλιεὺς 31.
|lstext='''ὑπόσχεσις''': ὑποσχέσεως, ἡ, ([[ὑπισχνέομαι]]) ὡς καὶ νῦν, τὸ ὑπισχνεῖσθαί τι, [[ὑπόσχεσις]], [[οὐδέ]] τι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥνπερ ὑπέσταν Ἰλ. Β. 286· τέλεσόν μοι ὑπ. ἥνπερ ὑπέστης Ὀδ. Κ. 483· τὴν ὑπ. ἐκπληρῶσαι Ἡρόδ. 5. 35· κραίνειν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 368· ἀποδιδόναι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 81, Πλάτ. Μένων 77Α· ὑπ. ἀπολαβεῖν, λαβεῖν τὴν ἐκπλήρωσιν ὑποσχέσεως, Ξεν. Συμπ. 3, 3· ἀπαιτεῖν τὰς ὑπ., ἀπαιτεῖν τὴν ἐκτέλεσιν αὐτῶν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 1, 4· ὑπ. ψεύδεσθαι Αἰσχίν. 20. 9· μεγάλας ποιεῖσθαι τὰς ὑπ. Ἰσοκρ. 3D· ἡ ὑπ. ἀπέβη, ἐξετελέσθη, Θουκ. 4. 39· δύο ὑποσχέσεις, τὴν μὲν ἀναπρᾶξαι, τὴν δὲ αὐτὸς ἀποδοῦναι ὁ αὐτ. 2. 95· ἐξ ὑποσχέσεως, [[συμφώνως]] [[πρός]]…, Συλλ. Ἐπιγρ. 2713, πρβλ. 1104, 2779 κ. ἀλλαχ.· πρβλ. [[ὑπόθεσις]] ΙΙΙ. 3. ΙΙ. [[ἐπάγγελμα]] (ὡς [[τρόπος]] τοῦ βίου), ὁρῶν δὲ πολλούς... διαφθείροντας τὸ [[ἀξίωμα]] τῆς ὑποσχέσεως ἠγανάκτουν Λουκ. Ἁλιεὺς 31.
}}
{{Autenrieth
|auten=ιος ([[ὑπίσχομαι]]): [[promise]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[υπόσχεση]].
|mltxt=η / [[ὑπόσχεσις]], ὑποσχέσεως, ΝΜΑ<br />η [[διαβεβαίωση]] ότι θα κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], το να αναλαμβάνει [[κανείς]] την [[υποχρέωση]] να κάνει [[κάτι]] (α. «μού έδωσε πολλές υποσχέσεις [[αλλά]] δεν τίς τήρησε» β. «πρὶν ἢ τὴν ὑπόσχεσιν [[ἔργον]] σοι [[γενέσθαι]]», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «ἐγὼ δ' ἂν οὐ κραίνοιμ'... ὑπόσχεσιν», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «[[οὐδέ]] τοι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν, ἥν περ ύπέσταν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> οτι1111δήποτε υποσχέθηκε να κάνει [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[υπόσχεση]] [[αντί]] καταβολής»<br />(αστ. δίκ.) [[ανάληψη]] από τον οφειλέτη [[νέας]] υποχρέωσης σε [[αντικατάσταση]] της αρχικά οφειλόμενης παροχής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>(ρητ.)</b> [[προκατασκευή]] («ἣν οἱ μὲν φιλόσοφοι σκοπὸν λόγου καλοῦσιν, οἱ δὲ ῥήτορες προέκθεσιν καὶ ὑπόθεσιν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επάγγελμα]] («[[τἀναντία]] ὑμῖν ἐπιτηδεύοντας καὶ διαφθείροντας τὸ [[ἀξίωμα]] τῆς ὑποσχέσεως», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποχρέωση]] πληρωμής («[[ὑπόσχεσις]] ὀκτὼ δραχμῶν», παπ.)<br /><b>3.</b> [[σύμβαση]] για [[εκτέλεση]] έργου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὑποσχε</i>- του ρ. <i>ὑπισχνοῦμαι</i> «[[υπόσχομαι]]» (<b>πρβλ.</b> απρμφ. αορ. β' [[ὑποσχέσθαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i> (<b>πρβλ.</b> και [[σχέσις]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 33: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑπόσχεσις]], εως, [[ὑπισχνέομαι]]<br /><b class="num">I.</b> an [[undertaking]], [[engagement]], [[promise]], Hom., Hdt., Attic; ὑπ. ἀπολαβεῖν to [[receive]] the [[fulfilment]] of a [[promise]], Xen.; ἀπαιτεῖν τὰς ὑπ. to [[demand]] [[their]] [[fulfilment]], Arist.; ὑπ. ψεύδεσθαι to [[fail]] in its [[performance]], Aeschin.<br /><b class="num">II.</b> a [[profession]] (as a [[mode]] of [[life]]), Luc.
|mdlsjtxt=[[ὑπόσχεσις]], εως, [[ὑπισχνέομαι]]<br /><b class="num">I.</b> an [[undertaking]], [[engagement]], [[promise]], Hom., Hdt., Attic; ὑπ. ἀπολαβεῖν to [[receive]] the [[fulfilment]] of a [[promise]], Xen.; ἀπαιτεῖν τὰς ὑπ. to [[demand]] [[their]] [[fulfilment]], Arist.; ὑπ. ψεύδεσθαι to [[fail]] in its [[performance]], Aeschin.<br /><b class="num">II.</b> a [[profession]] (as a [[mode]] of [[life]]), Luc.
}}
{{Autenrieth
|auten=ιος ([[ὑπίσχομαι]]): [[promise]].
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis