Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπόσχεσις: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑπόσχεσις]], ὑποσχέσεως, ΝΜΑ<br />η [[διαβεβαίωση]] ότι θα κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], το να αναλαμβάνει [[κανείς]] την [[υποχρέωση]] να κάνει [[κάτι]] (α. «μού έδωσε πολλές υποσχέσεις [[αλλά]] δεν τίς τήρησε» β. «πρὶν ἢ τὴν ὑπόσχεσιν [[ἔργον]] σοι [[γενέσθαι]]», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «ἐγὼ δ' ἂν οὐ κραίνοιμ'... ὑπόσχεσιν», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «[[οὐδέ]] τοι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν, ἥν περ ύπέσταν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> οτι1111δήποτε υποσχέθηκε να κάνει [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[υπόσχεση]] [[αντί]] καταβολής»<br />(αστ. δίκ.) [[ανάληψη]] από τον οφειλέτη [[νέας]] υποχρέωσης σε [[αντικατάσταση]] της αρχικά οφειλόμενης παροχής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>(ρητ.)</b> [[προκατασκευή]] («ἣν οἱ μὲν φιλόσοφοι σκοπὸν λόγου καλοῦσιν, οἱ δὲ ῥήτορες προέκθεσιν καὶ ὑπόθεσιν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επάγγελμα]] («[[τἀναντία]] ὑμῖν ἐπιτηδεύοντας καὶ διαφθείροντας τὸ [[ἀξίωμα]] τῆς ὑποσχέσεως», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποχρέωση]] πληρωμής («[[ὑπόσχεσις]] ὀκτὼ δραχμῶν», παπ.)<br /><b>3.</b> [[σύμβαση]] για [[εκτέλεση]] έργου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὑποσχε</i>- του ρ. <i>ὑπισχνοῦμαι</i> «[[υπόσχομαι]]» (<b>πρβλ.</b> απρμφ. αορ. β' [[ὑποσχέσθαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i> (<b>πρβλ.</b> και [[σχέσις]])].
|mltxt=η / [[ὑπόσχεσις]], ὑποσχέσεως, ΝΜΑ<br />η [[διαβεβαίωση]] ότι θα κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], το να αναλαμβάνει [[κανείς]] την [[υποχρέωση]] να κάνει [[κάτι]] (α. «μού έδωσε πολλές υποσχέσεις [[αλλά]] δεν τίς τήρησε» β. «πρὶν ἢ τὴν ὑπόσχεσιν [[ἔργον]] σοι [[γενέσθαι]]», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «ἐγὼ δ' ἂν οὐ κραίνοιμ'... ὑπόσχεσιν», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «[[οὐδέ]] τοι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν, ἥν περ ύπέσταν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> οτιδήποτε υποσχέθηκε να κάνει [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[υπόσχεση]] [[αντί]] καταβολής»<br />(αστ. δίκ.) [[ανάληψη]] από τον οφειλέτη [[νέας]] υποχρέωσης σε [[αντικατάσταση]] της αρχικά οφειλόμενης παροχής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>(ρητ.)</b> [[προκατασκευή]] («ἣν οἱ μὲν φιλόσοφοι σκοπὸν λόγου καλοῦσιν, οἱ δὲ ῥήτορες προέκθεσιν καὶ ὑπόθεσιν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επάγγελμα]] («[[τἀναντία]] ὑμῖν ἐπιτηδεύοντας καὶ διαφθείροντας τὸ [[ἀξίωμα]] τῆς ὑποσχέσεως», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποχρέωση]] πληρωμής («[[ὑπόσχεσις]] ὀκτὼ δραχμῶν», παπ.)<br /><b>3.</b> [[σύμβαση]] για [[εκτέλεση]] έργου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὑποσχε</i>- του ρ. <i>ὑπισχνοῦμαι</i> «[[υπόσχομαι]]» (<b>πρβλ.</b> απρμφ. αορ. β' [[ὑποσχέσθαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i> (<b>πρβλ.</b> και [[σχέσις]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm