Anonymous

ἐπιμένω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπιμένω:'''<br /><b class="num">1</b> [[оставаться]] (еще), медлить, выжидать (εἰ δ᾽ ἐθέλεις, ἐπίμεινον Hom.; [[νεῶν]] ποίησιν τελεσθῆναι Thuc.): ἐπίμεινον, Ἀρήϊα τεύχεα [[δύω]] Hom. подожди, надену Ареевы доспехи;<br /><b class="num">2</b> [[ожидать]], [[быть участью]], [[предстоять]] (τίς [[ἄρα]] [[πότμος]] ἐπιμένει τὸν ἄλκιμον ἄνακτα; Eur.);<br /><b class="num">3</b> [[оставаться]], [[пребывать]] (ἐς [[αὔριον]] Hom.; ἐπὶ τῇ στρατιᾷ Xen.; ἡμέρας τινάς NT);<br /><b class="num">4</b> [[оставаться без изменений]], [[сохраняться]]: ἐ. [[ἐπιεικῶς]] συχνὸν χρόνον Plat. сохраняться в течение довольно долгого времени;<br /><b class="num">5</b> [[оставаться]] (при чем-л., твердо держаться чего-л.), упорствовать (ἐπὶ τοῦ κακουργήματος Dem.; τῇ ἁμαρτίᾳ NT): ἐπέμενε ἐπὶ τῶν ἵππων ὀρθὸς ἑστηκώς Plat. он твердо и прямо держался на колеснице; ἐ. ἐπὶ τῇ ζητήσει Plat. упорно продолжать исследование; ἐ. ταῖς σπονδαῖς Xen. соблюдать перемирие; ἐ. τῷ μὴ ἀδικεῖν Xen. (строго) воздерживаться от несправедливостей; ἐπιμένοντος τοῦ πνεύματος Luc. так как ветер не утихал;<br /><b class="num">6</b> [[оставаться на поверхности]] (τὰ μὲν ἐπιμένει, τὰ δὲ φέρεται [[κάτω]] Arst.).
|elrutext='''ἐπιμένω:'''<br /><b class="num">1</b> [[оставаться]] (еще), [[медлить]], [[выжидать]] (εἰ δ᾽ ἐθέλεις, ἐπίμεινον Hom.; [[νεῶν]] ποίησιν τελεσθῆναι Thuc.): ἐπίμεινον, Ἀρήϊα τεύχεα [[δύω]] Hom. подожди, надену Ареевы доспехи;<br /><b class="num">2</b> [[ожидать]], [[быть участью]], [[предстоять]] (τίς [[ἄρα]] [[πότμος]] ἐπιμένει τὸν ἄλκιμον ἄνακτα; Eur.);<br /><b class="num">3</b> [[оставаться]], [[пребывать]] (ἐς [[αὔριον]] Hom.; ἐπὶ τῇ στρατιᾷ Xen.; ἡμέρας τινάς NT);<br /><b class="num">4</b> [[оставаться без изменений]], [[сохраняться]]: ἐ. [[ἐπιεικῶς]] συχνὸν χρόνον Plat. сохраняться в течение довольно долгого времени;<br /><b class="num">5</b> [[оставаться]] (при чем-л., твердо держаться чего-л.), [[упорствовать]] (ἐπὶ τοῦ κακουργήματος Dem.; τῇ ἁμαρτίᾳ NT): ἐπέμενε ἐπὶ τῶν ἵππων ὀρθὸς ἑστηκώς Plat. он твердо и прямо держался на колеснице; ἐ. ἐπὶ τῇ ζητήσει Plat. упорно продолжать исследование; ἐ. ταῖς σπονδαῖς Xen. соблюдать перемирие; ἐ. τῷ μὴ ἀδικεῖν Xen. (строго) воздерживаться от несправедливостей; ἐπιμένοντος τοῦ πνεύματος Luc. так как ветер не утихал;<br /><b class="num">6</b> [[оставаться на поверхности]] (τὰ μὲν ἐπιμένει, τὰ δὲ φέρεται [[κάτω]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιμένω''': ἀόρ. ἐπέμεινα: - [[ἀναμένω]], [[περιμένω]], Ὅμ. καὶ Ἀττ.· ἀπολ., εἰ δ’ ἐθέλεις, ἐπίμεινον ἐπειγόμενός περ Ἄρηος Ἰλ. Τ. 142, Ὀδ. Ρ. 277· ἐπιμεμεῖναι ἐς [[αὔριον]] Λ. 351· ἀλλ’ ἄγε νῦν ἐπίμεινον, ἀρήϊα τεύχεα δύω, ἀλλ’ ἄγε νῦν ἀνάμεινον ἕως οὖ ἐνδυθῶ τὰ πολεμικὰ ὅπλα, Ἰλ. Ζ. 340· [[ὡσαύτως]], ἀλλ’ ἄγε νῦν ἐπίμεινον ἐνὶ μεγάροισιν ἐμοῖσιν [[ὄφρα]] κεν κτλ. Ὀδ. Δ. 587· ἐπιμ. ἵνα..., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 160· [[οὕτως]], ἐπιμ. ἔς τε... Ξεν. Ἀν. 5. 5, 2· - μεθ’ Ὅμ., ἐπιμ. ἐν τῇ πόλει Ἀνδοκ. 10. 26· ἐπὶ τῇ στρατιᾷ Ξεν. Ἀν. 7. 2, 1. 2) ἀπολ., ἐπὶ πράγματός τινος, [[μένω]] [[ἔνθα]] ἐτέθην, καὶ τὸν πηλὸν, [[εἴπου]] δέοι χρῆσθαι, ἀγγείων ἀπορίᾳ, ἐπὶ τοῦ νώτου ἔφερον ἐγκεκυφότες τε, ὡς [[μάλιστα]] μέλλοι ἐπιμένειν Θουκ. 4. 4· ἐξακολουθῶ νὰ [[μένω]], Πλάτ. Φαίδων 80C, Ξεν. Κυν. 6, 4· - διατηρῶ τὴν θέσιν μου, ἐπὶ ἰππέος, ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 4, 8. 3) ἐξακολουθῶ ἐπιδιώκων ἢ ἀναζητῶν τι, εἰ οὖν βούλει, καὶ [[ἡμεῖς]] ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν Πλατ. Λαχ. 194Α· ἐπιμεῖναι ἐπὶ λόγῳ καὶ ἐρωτήματι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 179Ε· ἐπὶ τοῖς δοξαζομένοις ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 490Α· ἐπὶ τοῦ κακουργήματος Δημ. 727. 27· ἐπὶ τῆς πολιορκίας Πολύβ. 1. 77, 1· - [[ὡσαύτως]] μετὰ μετοχ., ἐπ. ἐπὶ τῶν ἵππων ὀρθὸς ἑστηκὼς Πλατ. Μένων 93D.<br /> 4) [[μένω]] πιστὸς [[ἐμμένω]], [[ὅμως]] ἐπέμενε ταῖς σπονδαῖς Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 6. [[ἔνθα]] διωρθώθη ἐνέμενε. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[περιμένω]], [[ἀναμένω]], προσδοκῶ, Λατ. expectare, τινὰ Εὐρ. Ἱκέτ. 624, Φοίν. 231, Πλατ. Πολ. 361D (πρβλ. [[ἐπαναμένω]]): - μετ’ ἀπαρ., ἐπ. τι τελεσθῆναι Θουκ. 3. 2, πρβλ. 26· μὴ ’πιμείναι τοὐμὸν ὀξῦναι [[στόμα]], νὰ μὴ περιμείνῃς [[ὥστε]] νά... Σοφ. Τρ. 1176. - Πρβλ. [[ἐπιμίμνω]].
|lstext='''ἐπιμένω''': ἀόρ. ἐπέμεινα: - [[ἀναμένω]], [[περιμένω]], Ὅμ. καὶ Ἀττ.· ἀπολ., εἰ δ’ ἐθέλεις, ἐπίμεινον ἐπειγόμενός περ Ἄρηος Ἰλ. Τ. 142, Ὀδ. Ρ. 277· ἐπιμεμεῖναι ἐς [[αὔριον]] Λ. 351· ἀλλ’ ἄγε νῦν ἐπίμεινον, ἀρήϊα τεύχεα δύω, ἀλλ’ ἄγε νῦν ἀνάμεινον ἕως οὖ ἐνδυθῶ τὰ πολεμικὰ ὅπλα, Ἰλ. Ζ. 340· [[ὡσαύτως]], ἀλλ’ ἄγε νῦν ἐπίμεινον ἐνὶ μεγάροισιν ἐμοῖσιν [[ὄφρα]] κεν κτλ. Ὀδ. Δ. 587· ἐπιμ. ἵνα..., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 160· [[οὕτως]], ἐπιμ. ἔς τε... Ξεν. Ἀν. 5. 5, 2· - μεθ’ Ὅμ., ἐπιμ. ἐν τῇ πόλει Ἀνδοκ. 10. 26· ἐπὶ τῇ στρατιᾷ Ξεν. Ἀν. 7. 2, 1. 2) ἀπολ., ἐπὶ πράγματός τινος, [[μένω]] [[ἔνθα]] ἐτέθην, καὶ τὸν πηλὸν, [[εἴπου]] δέοι χρῆσθαι, ἀγγείων ἀπορίᾳ, ἐπὶ τοῦ νώτου ἔφερον ἐγκεκυφότες τε, ὡς [[μάλιστα]] μέλλοι ἐπιμένειν Θουκ. 4. 4· ἐξακολουθῶ νὰ [[μένω]], Πλάτ. Φαίδων 80C, Ξεν. Κυν. 6, 4· - διατηρῶ τὴν θέσιν μου, ἐπὶ ἰππέος, ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 4, 8. 3) ἐξακολουθῶ ἐπιδιώκων ἢ ἀναζητῶν τι, εἰ οὖν βούλει, καὶ [[ἡμεῖς]] ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν Πλατ. Λαχ. 194Α· ἐπιμεῖναι ἐπὶ λόγῳ καὶ ἐρωτήματι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 179Ε· ἐπὶ τοῖς δοξαζομένοις ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 490Α· ἐπὶ τοῦ κακουργήματος Δημ. 727. 27· ἐπὶ τῆς πολιορκίας Πολύβ. 1. 77, 1· - [[ὡσαύτως]] μετὰ μετοχ., ἐπ. ἐπὶ τῶν ἵππων ὀρθὸς ἑστηκὼς Πλατ. Μένων 93D.<br /> 4) [[μένω]] πιστὸς [[ἐμμένω]], [[ὅμως]] ἐπέμενε ταῖς σπονδαῖς Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 6. [[ἔνθα]] διωρθώθη ἐνέμενε. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[περιμένω]], [[ἀναμένω]], προσδοκῶ, Λατ. [[expecto|expectare]], τινὰ Εὐρ. Ἱκέτ. 624, Φοίν. 231, Πλατ. Πολ. 361D (πρβλ. [[ἐπαναμένω]]): - μετ’ ἀπαρ., ἐπ. τι τελεσθῆναι Θουκ. 3. 2, πρβλ. 26· μὴ ’πιμείναι τοὐμὸν ὀξῦναι [[στόμα]], νὰ μὴ περιμείνῃς [[ὥστε]] νά... Σοφ. Τρ. 1176. - Πρβλ. [[ἐπιμίμνω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth