ἐπιμένω

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμένω Medium diacritics: ἐπιμένω Low diacritics: επιμένω Capitals: ΕΠΙΜΕΝΩ
Transliteration A: epiménō Transliteration B: epimenō Transliteration C: epimeno Beta Code: e)pime/nw

English (LSJ)

A stay on, tarry, abs., Il.19.142, Od.17.277; ἐπιμεῖναι ἐς αὔριον 11.351; ἄγε νῦν ἐπίμεινον, Ἀρήϊα τεύχεα δύω do you wait, and I will put on my armour, Il.6.340; also ἐ. ἐνὶ μεγάροισιν.. ὄφρα.. Od. 4.587; ἐ. ἵνα.. h.Cer.160, Ar.Nu.196; so ἐ. ἐς τε.. X.An.5.5.2: after Hom., remain in a place, ἐ. ἐν τῇ πόλει And.1.75, etc.; ἐπί τῇ στρατιᾷ X.An.7.2.1.
2. abs., remain in place, continue as they are, of things, Th.4.4, Pl.Phd. 80c, X.Cyn.6.4; keep one's seat, of a horseman, Id.Cyr.1.4.8; stay behind in a place, Str.10.2.24.
3. continue in a pursuit, ἐπὶ τῇ ζητήσει, ἐπὶ λόγῳ, Pl.La.194a, Tht.179e; ἐπὶ τοῖς δοξαζομένοις Id.R.490b; ἐπὶ τοῦ κακουργήματος D.24.86; ἐπὶ τῆς πολιορκίας Plb.1.77.1; c.dat., persist in, τῇ ἀπονοία PTeb.424.4 (iii A.D.); continue treatment, ἐ.βοηθήματι Herod.Med.in Rh.Mus.58.83; cleave to, μιᾷ γυναικί PSI3.158.26 (iii A.D.): also c. part., ἐ. ἐπὶ τῶν ἵππων ὀρθὸς ἑστηκώς Pl.Men.93d, cf.Ev.Jo.8.7; spend time over, ὑποδείγμασι A.D.Synt.166.14.
4. abide by, ταῖς σπονδαῖς dub. l. in X.HG.3.4.6.
5. endure, τοῖς συμβεβηκόσι Sor.1.3.
II. c. acc., await, be in store for, τινά E.Supp.624 (lyr.), v.l.in Id.Ph.223 (lyr.), cf. Pl.R. 361d: c. aor. inf., ἐ. τι τελεσθῆναι Th.3.2; μὴ 'πιμεῖναι τοὐμὸν ὀξῦναι στόμα not to wait so as to... S.Tr.1176: c. fut. inf., Th.3.26.

German (Pape)

[Seite 962] (s. μένω), noch bleiben, warten, ἐπιμεῖναι ἐς αὔριον, bleiben bis morgen, Od. 11, 351; ἐν μεγάροις 4, 587; ὄφρα, 1, 309; ἐπίμεινον τεύχεα δύω, warte, daß ich meine Rüstung anlege, Il. 6, 340; mit ἵνα, h. Cer. 160; ἔςτε βουλεύσαιντο Xen. An. 5, 5, 2; μὴ 'πιμεῖναι τοὐμὸν ὀξῦναι στόμα Soph. Tr. 1166, zögere nicht, so daß du schärfest meinen Mund; anders Thuc. νεῶν ποίησιν ἐπέμενον τελεσθῆναι, 3, 2, sie warteten die Vollendung ab; ἐπιμένοντες πεύσεσθαι 3, 26; τὸν μέτριον ἐπιμείναντες χρόνον, nachdem sie gewartet hatten, Plat. Legg. XII, 593 a; bleiben, sich nicht ändern, οὐ γὰρ ἐπιμένει τοῦ ἴχνους ἡ φύσις Xen. Cyn. 6, 4; ἐπιμένοντος τοῦ πνεύματος, den er anhielt, Luc. V. H. 2, 2. – Darauf bleiben, ἐπ ὶ τῶν ἵππων ὀρθὸς ἑστηκώς Plat. Men. 93 d; τὸν πηλὸν ἐπὶ τοῦ νώτου ἔφερον ἐγκεκυφότες ὡς μάλιστα μέλλοι ἐπιμένειν Thuc. 4, 4. – Dabei bleiben, ausharren bei Etwas, ταῖς σπονδαῖς, d. i. sie nicht brechen, Xen. Hell. 3, 4, 6; ἐπέμειναν ἐπὶ τῶν τυράννων ἐν τῇ πόλει Andoc. 1, 75; ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμεν Plat. Lach. 144 a, wie ἐπὶ τῷ λόγῳ Theaet. 179 e; ἐπὶ τοῦ κακουργήματος Dem. 24, 86. – C. acc., erwarten, τίς ἄρα με πότμος ἐπιμένει Soph. O. C. 1716; Eur. Suppl. 624; οἷος ἑκάτερον βίος ἐπιμένει Plat. Rep. II, 490 a; – zurückbleiben, Strab. X, 461.

French (Bailly abrégé)

1 rester sur, particul. rester ferme en selle;
2 s'en tenir à, persévérer dans : τινι, ἐπί τινος, ἐπί τινι dans qch, s'attacher à qch ; abs., en parl. de choses durer, rester sans changement, persister;
3 demeurer, attendre : ἐπίμεινον τεύχεα δύω IL attends que je revête mon armure ; ἐπ. ὄφρα OD, ἔστε XÉN attendre que;
4 avec un suj. de chose attendre, être réservé à, acc..
Étymologie: ἐπί, μένω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμένω:
1 оставаться (еще), медлить, выжидать (εἰ δ᾽ ἐθέλεις, ἐπίμεινον Hom.; νεῶν ποίησιν τελεσθῆναι Thuc.): ἐπίμεινον, Ἀρήϊα τεύχεα δύω Hom. подожди, надену Ареевы доспехи;
2 ожидать, быть участью, предстоять (τίς ἄρα πότμος ἐπιμένει τὸν ἄλκιμον ἄνακτα; Eur.);
3 оставаться, пребывать (ἐς αὔριον Hom.; ἐπὶ τῇ στρατιᾷ Xen.; ἡμέρας τινάς NT);
4 оставаться без изменений, сохраняться: ἐ. ἐπιεικῶς συχνὸν χρόνον Plat. сохраняться в течение довольно долгого времени;
5 оставаться (при чем-л., твердо держаться чего-л.), упорствовать (ἐπὶ τοῦ κακουργήματος Dem.; τῇ ἁμαρτίᾳ NT): ἐπέμενε ἐπὶ τῶν ἵππων ὀρθὸς ἑστηκώς Plat. он твердо и прямо держался на колеснице; ἐ. ἐπὶ τῇ ζητήσει Plat. упорно продолжать исследование; ἐ. ταῖς σπονδαῖς Xen. соблюдать перемирие; ἐ. τῷ μὴ ἀδικεῖν Xen. (строго) воздерживаться от несправедливостей; ἐπιμένοντος τοῦ πνεύματος Luc. так как ветер не утихал;
6 оставаться на поверхности (τὰ μὲν ἐπιμένει, τὰ δὲ φέρεται κάτω Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμένω: ἀόρ. ἐπέμεινα: - ἀναμένω, περιμένω, Ὅμ. καὶ Ἀττ.· ἀπολ., εἰ δ’ ἐθέλεις, ἐπίμεινον ἐπειγόμενός περ Ἄρηος Ἰλ. Τ. 142, Ὀδ. Ρ. 277· ἐπιμεμεῖναι ἐς αὔριον Λ. 351· ἀλλ’ ἄγε νῦν ἐπίμεινον, ἀρήϊα τεύχεα δύω, ἀλλ’ ἄγε νῦν ἀνάμεινον ἕως οὖ ἐνδυθῶ τὰ πολεμικὰ ὅπλα, Ἰλ. Ζ. 340· ὡσαύτως, ἀλλ’ ἄγε νῦν ἐπίμεινον ἐνὶ μεγάροισιν ἐμοῖσιν ὄφρα κεν κτλ. Ὀδ. Δ. 587· ἐπιμ. ἵνα..., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 160· οὕτως, ἐπιμ. ἔς τε... Ξεν. Ἀν. 5. 5, 2· - μεθ’ Ὅμ., ἐπιμ. ἐν τῇ πόλει Ἀνδοκ. 10. 26· ἐπὶ τῇ στρατιᾷ Ξεν. Ἀν. 7. 2, 1. 2) ἀπολ., ἐπὶ πράγματός τινος, μένω ἔνθα ἐτέθην, καὶ τὸν πηλὸν, εἴπου δέοι χρῆσθαι, ἀγγείων ἀπορίᾳ, ἐπὶ τοῦ νώτου ἔφερον ἐγκεκυφότες τε, ὡς μάλιστα μέλλοι ἐπιμένειν Θουκ. 4. 4· ἐξακολουθῶ νὰ μένω, Πλάτ. Φαίδων 80C, Ξεν. Κυν. 6, 4· - διατηρῶ τὴν θέσιν μου, ἐπὶ ἰππέος, ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 4, 8. 3) ἐξακολουθῶ ἐπιδιώκων ἢ ἀναζητῶν τι, εἰ οὖν βούλει, καὶ ἡμεῖς ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν Πλατ. Λαχ. 194Α· ἐπιμεῖναι ἐπὶ λόγῳ καὶ ἐρωτήματι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 179Ε· ἐπὶ τοῖς δοξαζομένοις ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 490Α· ἐπὶ τοῦ κακουργήματος Δημ. 727. 27· ἐπὶ τῆς πολιορκίας Πολύβ. 1. 77, 1· - ὡσαύτως μετὰ μετοχ., ἐπ. ἐπὶ τῶν ἵππων ὀρθὸς ἑστηκὼς Πλατ. Μένων 93D.
4) μένω πιστὸς ἐμμένω, ὅμως ἐπέμενε ταῖς σπονδαῖς Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 6. ἔνθα διωρθώθη ἐνέμενε. ΙΙ. μετ’ αἰτ., περιμένω, ἀναμένω, προσδοκῶ, Λατ. expectare, τινὰ Εὐρ. Ἱκέτ. 624, Φοίν. 231, Πλατ. Πολ. 361D (πρβλ. ἐπαναμένω): - μετ’ ἀπαρ., ἐπ. τι τελεσθῆναι Θουκ. 3. 2, πρβλ. 26· μὴ ’πιμείναι τοὐμὸν ὀξῦναι στόμα, νὰ μὴ περιμείνῃς ὥστε νά... Σοφ. Τρ. 1176. - Πρβλ. ἐπιμίμνω.

English (Autenrieth)

aor. imp. ἐπίμεινον, inf. ἐπιμεῖναι: stay, wait, tarry.

English (Strong)

from ἐπί and μένω; to stay over, i.e. remain (figuratively, persevere): abide (in), continue (in), tarry.

English (Thayer)

(imperfect ἐπέμενον); future ἐπιμένω; 1st aorist ἐπέμεινα; to stay at or with; to tarry still; still to abide, to continue, remain;
a. properly, of tarrying in a place: ἐν Ἐφέσῳ, ἐν τῇ σαρκί, to live still longer on earth G T WH omit ἐν); αὐτοῦ, there, ); αὐτοῖς); with the dative of thing: τῇ σαρκί, to abide as it were a captive to life on earth, G T WH; ἐπί τίνι, with one, L T Tr WH παῥ); πρός τινα, with one, to persevere, continue; with the dative of the thing continued in (cf. Winer's De verb. comp. etc. Part ii., p. 10f): τῇ ἁμαρτία, τῇ ἀπιστία, τῇ πίστει, τῷ μή ἀδικεῖν, Xenophon, oec. 14,7; τῇ μνηστεία, Aelian v. h. 10,15); with the dative of the blessing for which one keeps himself fit: τῇ χάριτι, τῇ χρηστότητι, Buttmann, 299f (257); (Winer's Grammar, § 54,4).

Greek Monolingual

(AM ἐπιμένω) μένω
μένω σταθερός, εξακολουθώ να υποστηρίζω τη γνώμη μου (α. «ο επιμένων νικά» β. «ἡμεῖς ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν», Πλάτ.)
αρχ.-μσν.
1. υπομένω, καρτερώ (α. για το Χριστό
«σύντομον ἐπέμεινε θάνατον» β. «ἔμπης οὖν ἐπιμεῖναι ἐς αὔριον», Ομ. Οδ.)
μσν.
εξακολουθώ να υπάρχω, παραμένω ζωντανός
αρχ.
1. μένω σ’ έναν τόπο («ἐπέμειναν ἐπὶ τῶν τυράννων ἐν τῇ πόλει», Ανδοκ.)
2. στέκομαι κάπου («τὸν πηλόν... ἐπὶ τοῦ νώτου ἔφερον ἐγκεκυφότες τε, ὡς μάλιστα μέλλοι ἐπιμένειν», Θουκ.)
3. ξοδεύω τον χρόνο μου για κάτι
4. μένω πιστόςμάλα ἐπιμένουσι τῷ μὴ ἀδικεῖν», Ξεν.)
6. διαρκώ, αντέχω
7. περιμένω («τίς ἄρα πότμος ἐπιμένει τὸν ἄλκιμον τᾱσδε γᾱς ἄνακτα;», Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐπιμένω: μέλ. -μενῶ, αόρ. αʹ -έμεινα·
I. 1. αναμένω, περιμένω ή μένω ακίνητος, σε Όμηρ., Αττ.· ἐπίμεινον, περίμενε, σε Ομήρ. Ιλ.
2. απόλ., μένω στο μέρος που τοποθετήθηκα, εξακολουθώ να παραμένω ως είμαι, λέγεται για πράγματα, σε Θουκ., Πλάτ.· διατηρώ την θέση μου, λέγεται για αναβάτη, ιππέα, σε Ξεν.
3. εξακολουθώ, εμμένω στην επιδίωξη, ἐπί τινι, σε Πλάτ. κ.λπ.
4. μένω πιστός σε, εμμένω, ταῖς σπονδαῖς, σε Ξεν.
II. με αιτ., προσδοκώ, αναμένω, περιμένω, σε Ευρ., Πλάτ.· ομοίως, με απαρ., σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. -μενῶ aor1 -έμεινα
I. to stay on, tarry or abide still, Hom., Attic; ἐπίμεινον wait, Il.
2. absol. to remain in place, continue as they are, of things, Thuc., Plat.:— to keep his seat, of a horseman, Xen.
3. to continue in a pursuit, ἐπί τινι Plat., etc.
4. to abide by, ταῖς σπονδαῖς Xen.
II. c. acc. to await, Eur., Plat.; so c. inf., Thuc.

Chinese

原文音譯:™pimšnw 誒披-姆挪
詞類次數:動詞(18)
原文字根:在上-停留 相當於: (מָהַהּ‎)
字義溯源:居住,住,不住的,繼續不斷,恆久,恆心,長久,堅忍,存留,停泊;由(ἐπί)*=在⋯上)與(μένω)*=住)組成。參讀 (ἀπολείπω)同義字
出現次數:總共(17);約(1);徒(7);羅(3);林前(2);加(1);腓(1);西(1);提前(1)
譯字彙編
1) 住了(3) 徒10:48; 徒28:14; 加1:18;
2) 住(2) 徒15:34; 林前16:7;
3) 你們恒久(1) 西1:23;
4) 當恆心(1) 提前4:16;
5) 我們⋯住了(1) 徒21:4;
6) 我們可以仍在⋯中(1) 羅6:1;
7) 存留(1) 腓1:24;
8) 他們⋯不住的(1) 約8:7;
9) 長久(1) 羅11:23;
10) 不住的(1) 徒12:16;
11) 我們住了(1) 徒21:10;
12) 我們停泊了(1) 徒28:12;
13) 你長久(1) 羅11:22;
14) 我要住(1) 林前16:8

Lexicon Thucydideum

permanere, to remain, 1.109.1, [vulgo praemittitur commonly is prefixed ἔτι]. 4.4.2,
exspectare, to wait for, await, 3.2.2, 3.26.4.

Translations

endure

Albanian: duroj; Arbëresh: psonj; Arabic Egyptian Arabic: دام‎; Aromanian: aravdu; Azerbaijani: dözmək; Bulgarian: издържам; Catalan: aguantar; Chinese Mandarin: 承受, 忍受; Czech: vytrvat; Danish: holde, vare; Dutch: voortduren; Esperanto: elteni; Finnish: kestää; French: endurer, perdurer; Galician: aguantar, perdurar; Georgian: გაძლება, თმენა, მოთმენა; German: ertragen, aushalten; Gothic: 𐌲𐌰𐌱𐌴𐌹𐌳𐌰𐌽, 𐍆𐍂𐌰𐌱𐌰𐌹𐍂𐌰𐌽; Greek: αντέχω; Ancient Greek: ἀναμένω, ἀνατλῆναι, ἀνέχομαι, ἀντέχω, ἀντίσχω, ἀρκέω, ἀρκῶ, ἀτρεμέω, ἀτρεμῶ, βαστάζω, διαμένω, διαπάσχω, διαρκέω, διαρκῶ, διατλῆναι, διαφέρω, ἐξανέχω, ἐπιμένω, ἐπιτείνω, ἐπιτολμάω, ἐπιτολμῶ, κρατέω, κρατῶ, κρετέω, κρετῶ, μοχθέω, μοχθῶ, ξυνίστημι, ὀχέω, ὀχῶ, παραμένω, περιμένω, περιφέρω, στέγω, συνίστημι, ταλαιπωροῦμαι, τλάω, τλῶ, τολμάω, τολμῶ, ὑπεκφέρω, ὑπομένω, ὑποφέρω, φέρω; Hungarian: kitart; Ido: durar; Italian: durare, restare, resistere, perdurare; Japanese: 耐える; Khmer: ទ្រាំ, ស៊ូទ្រាំ; Ladin: tenì ora; Latin: perpetior, habeo; Maori: taimau; Norman: enduther; Norwegian Bokmål: holde ut; Occitan: durar, perdurar; Polish: wytrzymać; Portuguese: aguentar, prevalecer; Romanian: îndura, răbda; Russian: выдерживать, выдержать, терпеть, вытерпеть, выносить, вынести; Spanish: aguantar, perdurar; Telugu: నిలబడు, నిలుచు; Urdu: قائم رہنا‎