3,277,116
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<b>συνήθως στον πληθ.</b>" to "<b>συνήθως στον πληθ.</b>") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[βράγχιον]]) <b> | |mltxt=το (AM [[βράγχιον]]) <b>συνήθως στον πληθ.</b> [[βράγχια]], <i>τα</i><br />τα αναπνευστικά όργανα υδρόβιων και ψαριών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[πτερύγιο]] του ψαριού<br /><b>2.</b> [[βρόγχος]] του αναπνευστικού συστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[βράγχος]] «[[βραχνάδα]]». Η σημασιολογική [[εξέλιξη]] που παρατηρείται στο [[βράγχιον]] οφείλεται τόσο στη σημασιολογική [[συγγένεια]] όσο και στη μορφολογική [[ομοιότητα]] με το [[βρόγχος]]. Από άλλους αμφισβητείται η ετυμολογική [[συσχέτιση]] των δύο λέξεων ή αποδίδεται σε απλή παρετυμολογική [[σύνδεση]]]. | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |