Anonymous

ψαλίδι: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[ψαλίδιον]], ΝΜΑ, και ψαλλίδιον Μ [[ψαλίς]], -ίδος]<br /><b>νεοελλ.</b><br />κοπτικό [[εργαλείο]] αποτελούμενο από δύο αντικρυστές, συναρθρωμένες στο [[μέσον]], μεταλλικές λεπίδες, οι οποίες τέμνουν [[κάτι]], όταν έρχονται σε [[επαφή]] οι διευθετημένες στα αντίθετα [[άκρα]] τους λαβές<br /><b>2.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]] με αυτό το [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> <b>(δομ.)</b> το [[ζεύγος]] δοκών που ενώνονται σε [[σχήμα]] Λ και συγκροτούν το ζευκτό στέγης, οι αμείβοντες<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ολόκληρο]] το ζευκτό<br /><b>5.</b> το [[κλαδευτήρι]] του κηπουρού<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) <b>(αθλ.)</b> [[τρόπος]] λακτίσματος, [[κατά]] τον οποίο ο [[παίκτης]] ανατρέπει το [[σώμα]] του με το [[κεφάλι]] [[προς]] τα [[κάτω]] και χτυπάει την [[μπάλα]] στον αέρα [[προς]] τα [[πίσω]]<br />β) [[άσκηση]] γυμναστικής ή χορευτική [[φιγούρα]], που εκτελείται [[κατά]] [[μίμηση]] της κίνησης του [[παραπάνω]] εργαλείου<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ψαλίδι]] [[πάει]] η [[γλώσσα]] του»<br /><b>μτφ.</b> μιλάει πολύ, [[είναι]] [[φλύαρος]] ή μιλάει [[γρήγορα]]<br />β) «έχει [ή [[είναι]]] καλό [[ψαλίδι]]»<br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[είναι]] [[καλός]] [[ράφτης]]<br />γ) «δούλεψε [ή έπεσε] [[ψαλίδι]]»<br /><b>μτφ.</b>») (σχετικά με γραπτό [[κείμενο]] ή κινηματογραφική [[ταινία]]) έγιναν πολλές περικοπές, λογοκρίθηκε αυστηρά<br />ii) λέγεται για [[σύγγραμμα]] του οποίου τα περιεχόμενα [[είναι]] στο μεγαλύτερο [[μέρος]] τους [[συρραφή]] αποσπασμάτων από άλλα έργα<br />δ) «βιομηχανικό [[ψαλίδι]]»<br /><b>τεχνολ.</b> βιομηχανικό [[εργαλείο]] κατασκευαζόμενο σε πολλές διαμορφώσεις, ανάλογα με τον προορισμό του, και αποτελούμενο [[συνήθως]] από μία σταθερή [[λεπίδα]], προσαρμοσμένη στο ένα [[άκρο]] μεταλλικού τραπεζιού, και από μία [[άλλη]] [[λεπίδα]], κινητή στο κατακόρυφο επίπεδο. || (μσν.-αρχ.) υποκορ. του [[ψαλίς]].
|mltxt=το / [[ψαλίδιον]], ΝΜΑ, και ψαλλίδιον Μ [[ψαλίς]], -ίδος]<br /><b>νεοελλ.</b><br />κοπτικό [[εργαλείο]] αποτελούμενο από δύο αντικρυστές, συναρθρωμένες στο [[μέσον]], μεταλλικές λεπίδες, οι οποίες τέμνουν [[κάτι]], όταν έρχονται σε [[επαφή]] οι διευθετημένες στα αντίθετα [[άκρα]] τους λαβές<br /><b>2.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]] με αυτό το [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> <b>(δομ.)</b> το [[ζεύγος]] δοκών που ενώνονται σε [[σχήμα]] Λ και συγκροτούν το ζευκτό στέγης, οι αμείβοντες<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ολόκληρο]] το ζευκτό<br /><b>5.</b> το [[κλαδευτήρι]] του κηπουρού<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) <b>(αθλ.)</b> [[τρόπος]] λακτίσματος, [[κατά]] τον οποίο ο [[παίκτης]] ανατρέπει το [[σώμα]] του με το [[κεφάλι]] [[προς]] τα [[κάτω]] και χτυπάει την [[μπάλα]] στον αέρα [[προς]] τα [[πίσω]]<br />β) [[άσκηση]] γυμναστικής ή χορευτική [[φιγούρα]], που εκτελείται [[κατά]] [[μίμηση]] της κίνησης του [[παραπάνω]] εργαλείου<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ψαλίδι]] [[πάει]] η [[γλώσσα]] του»<br /><b>μτφ.</b> μιλάει πολύ, [[είναι]] [[φλύαρος]] ή μιλάει [[γρήγορα]]<br />β) «έχει [ή [[είναι]]] καλό [[ψαλίδι]]»<br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[είναι]] [[καλός]] [[ράφτης]]<br />γ) «δούλεψε [ή έπεσε] [[ψαλίδι]]»<br /><b>μτφ.</b>») (σχετικά με γραπτό [[κείμενο]] ή κινηματογραφική [[ταινία]]) έγιναν πολλές περικοπές, λογοκρίθηκε αυστηρά<br />ii) λέγεται για [[σύγγραμμα]] του οποίου τα περιεχόμενα [[είναι]] στο μεγαλύτερο [[μέρος]] τους [[συρραφή]] αποσπασμάτων από άλλα έργα<br />δ) «βιομηχανικό [[ψαλίδι]]»<br /><b>τεχνολ.</b> βιομηχανικό [[εργαλείο]] κατασκευαζόμενο σε πολλές διαμορφώσεις, ανάλογα με τον προορισμό του, και αποτελούμενο [[συνήθως]] από μία σταθερή [[λεπίδα]], προσαρμοσμένη στο ένα [[άκρο]] μεταλλικού τραπεζιού, και από μία [[άλλη]] [[λεπίδα]], κινητή στο κατακόρυφο επίπεδο. || (μσν.-αρχ.) υποκορ. του [[ψαλίς]].
}}
{{trml
|trtx====[[scissors]]===
Abkhaz: амаркатыл; Afrikaans: skêr; Albanian: gërshërë; Aleut: nu-shu-shuk; Amharic: ሳረቶች; Arabic: مِقَصّ; Egyptian Arabic: مقص; Hijazi Arabic: مقص; Moroccan Arabic: مقص; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܩܵܪܘܿܛܵܐ; Armenian: մկրատ; Aromanian: foarficã, foarticã; Assamese: কেঁচি; Asturian: tixeres; Aymara: khuchuña; Azerbaijani: qayçı; Bashkir: ҡайсы; Basque: guraize; Bats: მაკარტა; Belarusian: нажні́цы, нажні́чкі; Bemba: sisasi; Bengali: কাঁচি; Biatah Bidayuh: gutin; Breton: sizailhoù, re sizailhoù; Brunei Malay: gunting; Bulgarian: ножица, ножици; Burmese: ကတ်ကြေး; Buryat: хайша; Catalan: tisores; Cebuano: gunting; Central Dusun: gunting; Chechen: тукар; Cherokee: ᏗᎳᏍᏙᏯᏗ; Chinese Cantonese: 鉸剪/铰剪; Dungan: җянзы; Eastern Min: 鉸刀/铰刀; Hakka: 剪刀, 鉸刀/铰刀; Hokkien: 鉸刀/铰刀; Mandarin: 剪刀, 剪子; Wu: 剪刀; Chuvash: хачӑ; Crimean Tatar: maqas; Czech: nůžky; Danish: saks; Dolgan: кыптый; Drung: cvte; Dupaningan Agta: garasib; Dutch: [[schaar]]; Elfdalian: saks; Erzya: васоньпеельть; Esperanto: tondilo; Estonian: käärid; Farefare: pasʋa; Faroese: saksur; Finnish: sakset; French: [[ciseaux]]; Friulian: fuarpis,; Fula: mekesje; Galician: tesoiras, tesoira, tallantas; Georgian: მაკრატელი; German: [[Schere]]; Greek: [[ψαλίδι]]; Ancient Greek: [[ψαλίς]]; Greenlandic: qiuutit; Guaraní: jetapa; Gujarati: કાતર; Haitian Creole: sizo; Hausa: almakashi; Hawaiian: ʻūpā; Hebrew: מִסְפָּרַיִם / מספריים du; Higaonon: gunting; Hindi: कैंची, क़ैंची; Hinukh: мокӏортӏи; Hungarian: olló; Icelandic: skæri; Ido: cizo; Igbo: mma-mkpa; Indonesian: gunting; Ingush: тукар; Irish: siosúr; Isan: กระไต, เซีย; Italian: [[forbici]]; Iu Mien: njiuv; Japanese: 鋏; Javanese: ꦒꦸꦤ꧀ꦠꦶꦁ; Kalmyk: хәәч; Kannada: ಕತ್ತರಿ; Kapampangan: gunting; Karachay-Balkar: kıptı; Kazakh: қайшы; Khmer: កន្ត្រៃ; Komi-Zyrian: шыран; Kongo: sizo, luziolo; Korean: 가위; Kurdish Central Kurdish: قەیچی, مەقەس; Northern Kurdish: meqes, cawbir; Kyrgyz: кайчы; Laboya: gutti; Lao: ມີດຕັດ, ມີດຕະໄກ; Latin: [[forfex]], [[axicia]]; Latvian: šķēres, grieznes; Lezgi: мукӏратӏ; Limburgish: sjier; Lingala: makasi; Lithuanian: žirklės; Livonian: škērõd; Lombard: forbes, fòrbes; Luganda: makansi; Luxembourgish: Schéier; Macedonian: ножици; Malagasy: hety; Malay: gunting; Malayalam: കത്രിക; Maltese: mqass; Manchu: ᡥᠠᠰᠠᡥᠠ; Maori: kutikuti, katikati; Mari Eastern Mari: вашкӱзӧ; Mbyá Guaraní: jetapa; Middle English: sisours; Minangkabau: guntiang; Mingrelian: მარგატელი; Moksha: васоньпеельхть; Mongolian Cyrillic: хайч; Mongolian: ᠬᠠᠶ᠋ᠢᠴᠢ; Neapolitan: fròbbece; Nepali: कैँची; Ngazidja Comorian: mkasi; Nogai: канышы; Northern Sami: skárrit, skierat; Northern Sotho: sekero; Northern Norwegian Bokmål: saks; Nynorsk: saks; Nuosu: ꑐꄉ; Occitan: cisèls; Okinawan: 鋏; Old English: sċēar, sċēara; Ossetian: хӕсгард; Ottoman Turkish: مقص; Pacoh: tarcâuq, tacâuq; Persian Dari: قَیْچِی; Iranian Persian: قِیْچی; Piedmontese: tisòire; Plautdietsch: Schea; Polish: nożyce nvir, nożyczki nvir; Portuguese: [[tesoura]]; Pukapukan: pākoti; Punjabi: ਕੈਂਚੀ; Quechua: qhachuti, k'utuna; Rohingya: kesi; Romani: kat; Romanian: foarfece, foarfecă; Romansch: forsch, forbesch; Russian: [[ножницы]]; Sardinian: fóltighe, fórfiga, fórfighe; Scottish Gaelic: siosar; Serbo-Croatian Cyrillic: ма̀казе, шка̏ре, но̏жице; Roman: màkaze, škȁre, nȍžice; Shan: ၵိမ်း; Shona: chigero; Sicilian: fòrficia; Sinhalese: කතුර; Skolt Sami: ska´rri; Slovak: nožnice; Slovene: škarje; Somali: maqas; Sorbian Lower Sorbian: nožyce; Upper Sorbian: nožicy; Southern Altai: кайчы; Southern Spanish: tijeras; Sranan Tongo: sesey, sisey; Sundanese: ᮌᮥᮔ᮪ᮒᮤᮀ; Swahili: mkasi, mikasi; Swedish: sax; Sylheti: ꠇꠦꠘ꠆ꠌꠤ; Tagalog: gunting; Tai Tajik: қайчӣ, миқроз; Tamil: கத்திரி, கத்தரிக்கோல்; Tarifit: timešraḍ; Tatar: кайчы; Telugu: కత్తెర; Tetum: kateri; Thai: กรรไกร; Tigrinya: መቐዝ; Tlingit: khaashaxáshaa; Tofa: һэйчы; Turkish: kıptı, sındı, makas; Turkmen: gaýçy; Tuvan: хачы; Ukrainian: ножиці; Urdu: قَین٘چی, کَین٘چی, قَیچی; Uyghur: قايچا; Uzbek: qaychi; Venetian: forfe; Veps: raudad; Vietnamese: kéo; Voro: kääriq; Waray-Waray: gunting; Welsh: siswrn; West Frisian: skjirre; Wolof: siso; Yakut: кыптыый, тимир кыптыыйа; Yiddish: שער; Zhuang: geuz, gauqcienj
}}
}}