ψαλίδι

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

το / ψαλίδιον, ΝΜΑ, και ψαλλίδιον Μ ψαλίς, -ίδος]
νεοελλ.
κοπτικό εργαλείο αποτελούμενο από δύο αντικρυστές, συναρθρωμένες στο μέσον, μεταλλικές λεπίδες, οι οποίες τέμνουν κάτι, όταν έρχονται σε επαφή οι διευθετημένες στα αντίθετα άκρα τους λαβές
2. χειρουργικό εργαλείο με αυτό το σχήμα
3. (δομ.) το ζεύγος δοκών που ενώνονται σε σχήμα Λ και συγκροτούν το ζευκτό στέγης, οι αμείβοντες
4. (κατ' επέκτ.) ολόκληρο το ζευκτό
5. το κλαδευτήρι του κηπουρού
6. μτφ. α) (αθλ.) τρόπος λακτίσματος, κατά τον οποίο ο παίκτης ανατρέπει το σώμα του με το κεφάλι προς τα κάτω και χτυπάει την μπάλα στον αέρα προς τα πίσω
β) άσκηση γυμναστικής ή χορευτική φιγούρα, που εκτελείται κατά μίμηση της κίνησης του παραπάνω εργαλείου
7. φρ. α) «ψαλίδι πάει η γλώσσα του»
μτφ. μιλάει πολύ, είναι φλύαρος ή μιλάει γρήγορα
β) «έχει [ή είναι] καλό ψαλίδι»
μτφ. (για πρόσ.) είναι καλός ράφτης
γ) «δούλεψε [ή έπεσε] ψαλίδι»
μτφ.») (σχετικά με γραπτό κείμενο ή κινηματογραφική ταινία) έγιναν πολλές περικοπές, λογοκρίθηκε αυστηρά
ii) λέγεται για σύγγραμμα του οποίου τα περιεχόμενα είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους συρραφή αποσπασμάτων από άλλα έργα
δ) «βιομηχανικό ψαλίδι»
τεχνολ. βιομηχανικό εργαλείο κατασκευαζόμενο σε πολλές διαμορφώσεις, ανάλογα με τον προορισμό του, και αποτελούμενο συνήθως από μία σταθερή λεπίδα, προσαρμοσμένη στο ένα άκρο μεταλλικού τραπεζιού, και από μία άλλη λεπίδα, κινητή στο κατακόρυφο επίπεδο.

Translations

scissors

Abkhaz: амаркатыл; Afrikaans: skêr; Albanian: gërshërë; Aleut: nu-shu-shuk; Amharic: ሳረቶች; Arabic: مِقَصّ; Egyptian Arabic: مقص; Hijazi Arabic: مقص; Moroccan Arabic: مقص; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܩܵܪܘܿܛܵܐ; Armenian: մկրատ; Aromanian: foarficã, foarticã; Assamese: কেঁচি; Asturian: tixeres; Aymara: khuchuña; Azerbaijani: qayçı; Bashkir: ҡайсы; Basque: guraize; Bats: მაკარტა; Belarusian: нажні́цы, нажні́чкі; Bemba: sisasi; Bengali: কাঁচি; Biatah Bidayuh: gutin; Breton: sizailhoù, re sizailhoù; Brunei Malay: gunting; Bulgarian: ножица, ножици; Burmese: ကတ်ကြေး; Buryat: хайша; Catalan: tisores; Cebuano: gunting; Central Dusun: gunting; Chechen: тукар; Cherokee: ᏗᎳᏍᏙᏯᏗ; Chinese Cantonese: 鉸剪/铰剪; Dungan: җянзы; Eastern Min: 鉸刀/铰刀; Hakka: 剪刀, 鉸刀/铰刀; Hokkien: 鉸刀/铰刀; Mandarin: 剪刀, 剪子; Wu: 剪刀; Chuvash: хачӑ; Crimean Tatar: maqas; Czech: nůžky; Danish: saks; Dolgan: кыптый; Drung: cvte; Dupaningan Agta: garasib; Dutch: schaar; Elfdalian: saks; Erzya: васоньпеельть; Esperanto: tondilo; Estonian: käärid; Farefare: pasʋa; Faroese: saksur; Finnish: sakset; French: ciseaux; Friulian: fuarpis,; Fula: mekesje; Galician: tesoiras, tesoira, tallantas; Georgian: მაკრატელი; German: Schere; Greek: ψαλίδι; Ancient Greek: ψαλίς; Greenlandic: qiuutit; Guaraní: jetapa; Gujarati: કાતર; Haitian Creole: sizo; Hausa: almakashi; Hawaiian: ʻūpā; Hebrew: מִסְפָּרַיִם / מספריים du; Higaonon: gunting; Hindi: कैंची, क़ैंची; Hinukh: мокӏортӏи; Hungarian: olló; Icelandic: skæri; Ido: cizo; Igbo: mma-mkpa; Indonesian: gunting; Ingush: тукар; Irish: siosúr; Isan: กระไต, เซีย; Italian: forbici; Iu Mien: njiuv; Japanese: 鋏; Javanese: ꦒꦸꦤ꧀ꦠꦶꦁ; Kalmyk: хәәч; Kannada: ಕತ್ತರಿ; Kapampangan: gunting; Karachay-Balkar: kıptı; Kazakh: қайшы; Khmer: កន្ត្រៃ; Komi-Zyrian: шыран; Kongo: sizo, luziolo; Korean: 가위; Kurdish Central Kurdish: قەیچی, مەقەس; Northern Kurdish: meqes, cawbir; Kyrgyz: кайчы; Laboya: gutti; Lao: ມີດຕັດ, ມີດຕະໄກ; Latin: forfex, axicia; Latvian: šķēres, grieznes; Lezgi: мукӏратӏ; Limburgish: sjier; Lingala: makasi; Lithuanian: žirklės; Livonian: škērõd; Lombard: forbes, fòrbes; Luganda: makansi; Luxembourgish: Schéier; Macedonian: ножици; Malagasy: hety; Malay: gunting; Malayalam: കത്രിക; Maltese: mqass; Manchu: ᡥᠠᠰᠠᡥᠠ; Maori: kutikuti, katikati; Mari Eastern Mari: вашкӱзӧ; Mbyá Guaraní: jetapa; Middle English: sisours; Minangkabau: guntiang; Mingrelian: მარგატელი; Moksha: васоньпеельхть; Mongolian Cyrillic: хайч; Mongolian: ᠬᠠᠶ᠋ᠢᠴᠢ; Neapolitan: fròbbece; Nepali: कैँची; Ngazidja Comorian: mkasi; Nogai: канышы; Northern Sami: skárrit, skierat; Northern Sotho: sekero; Northern Norwegian Bokmål: saks; Nynorsk: saks; Nuosu: ꑐꄉ; Occitan: cisèls; Okinawan: 鋏; Old English: sċēar, sċēara; Ossetian: хӕсгард; Ottoman Turkish: مقص; Pacoh: tarcâuq, tacâuq; Persian Dari: قَیْچِی; Iranian Persian: قِیْچی; Piedmontese: tisòire; Plautdietsch: Schea; Polish: nożyce nvir, nożyczki nvir; Portuguese: tesoura; Pukapukan: pākoti; Punjabi: ਕੈਂਚੀ; Quechua: qhachuti, k'utuna; Rohingya: kesi; Romani: kat; Romanian: foarfece, foarfecă; Romansch: forsch, forbesch; Russian: ножницы; Sardinian: fóltighe, fórfiga, fórfighe; Scottish Gaelic: siosar; Serbo-Croatian Cyrillic: ма̀казе, шка̏ре, но̏жице; Roman: màkaze, škȁre, nȍžice; Shan: ၵိမ်း; Shona: chigero; Sicilian: fòrficia; Sinhalese: කතුර; Skolt Sami: ska´rri; Slovak: nožnice; Slovene: škarje; Somali: maqas; Sorbian Lower Sorbian: nožyce; Upper Sorbian: nožicy; Southern Altai: кайчы; Spanish: tijeras; Sranan Tongo: sesey, sisey; Sundanese: ᮌᮥᮔ᮪ᮒᮤᮀ; Swahili: mkasi, mikasi; Swedish: sax; Sylheti: ꠇꠦꠘ꠆ꠌꠤ; Tagalog: gunting; Tai Tajik: қайчӣ, миқроз; Tamil: கத்திரி, கத்தரிக்கோல்; Tarifit: timešraḍ; Tatar: кайчы; Telugu: కత్తెర; Tetum: kateri; Thai: กรรไกร; Tigrinya: መቐዝ; Tlingit: khaashaxáshaa; Tofa: һэйчы; Turkish: kıptı, sındı, makas; Turkmen: gaýçy; Tuvan: хачы; Ukrainian: ножиці; Urdu: قَین٘چی, کَین٘چی, قَیچی; Uyghur: قايچا; Uzbek: qaychi; Venetian: forfe; Veps: raudad; Vietnamese: kéo; Voro: kääriq; Waray-Waray: gunting; Welsh: siswrn; West Frisian: skjirre; Wolof: siso; Yakut: кыптыый, тимир кыптыыйа; Yiddish: שער; Zhuang: geuz, gauqcienj