Anonymous

ἀν-: Difference between revisions

From LSJ
243 bytes added ,  24 March 2024
m
no edit summary
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀν-''': ἢ ἀνα-, τὸ ἀρνητικὸν προθεματικὸν [[μόριον]], οὗ συντετμημένος [[τύπος]] [[εἶναι]] τὸ στερητικὸν α:- τὸ ἀν- τοῦτο κανονικῶς τηρεῖται πρὸ φωνήεντος ὡς ἐν τοῖς ἀναίτιος, ἄνατος, ἀνώδυνος (ἂν καὶ [[πολλάκις]] παραλείπεται τὸ ν, ὡς ἐν τοῖς [[ἀέκων]], [[ἄελπτος]], ἄεργος), ὁ δὲ [[πλήρης]] [[τύπος]] διέμεινεν ἐν τοῖς [[ἀνάεδνος]], [[ἀνάελπτος]]. - Ἐκ τῆς √ΑΝ παράγονται τὰ [[ἄνευ]], Δωρ. [[ἄνις]]· πρβλ. Σανσκρ. an-, a-· Ζενδ. ana-, an-, a-· Λατ. in-, Ὀσκ. καὶ Ὀμβρ. an-, a-)· Γοτθ. i n u h· Παλ. Ὑψ. Γερ. ânu, ane (Γερμαν. ohne): πρβλ. νη-.
|lstext='''ἀν-''': ἢ ἀνα-, τὸ ἀρνητικὸν προθεματικὸν [[μόριον]], οὗ συντετμημένος [[τύπος]] [[εἶναι]] τὸ στερητικὸν α:- τὸ ἀν- τοῦτο κανονικῶς τηρεῖται πρὸ φωνήεντος ὡς ἐν τοῖς ἀναίτιος, ἄνατος, ἀνώδυνος (ἂν καὶ [[πολλάκις]] παραλείπεται τὸ ν, ὡς ἐν τοῖς [[ἀέκων]], [[ἄελπτος]], ἄεργος), ὁ δὲ [[πλήρης]] [[τύπος]] διέμεινεν ἐν τοῖς [[ἀνάεδνος]], [[ἀνάελπτος]]. - Ἐκ τῆς √ΑΝ παράγονται τὰ [[ἄνευ]], Δωρ. [[ἄνις]]· πρβλ. Σανσκρ. an-, a-· Ζενδ. ana-, an-, a-· Λατ. in-, Ὀσκ. καὶ Ὀμβρ. an-, a-)· Γοτθ. i n u h· Παλ. Ὑψ. Γερ. ânu, ane (Γερμαν. ohne): πρβλ. νη-.
}}
{{elru
|elrutext=(ᾰ) отриц. [[приставка]] (ἀ privativum) перед начальной гласной не- ([[ἀναμφίλογος]] несомненный), без- ([[ἀναίσχυντος]] бесстыдный).
}}
}}