Anonymous

ὁλόομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁλόομαι''': Παθ., πληροῦμαι, συμπληροῦμαι, τελειοῦμαι, Ἐτυμ. Μέγ. 821. 37.
|lstext='''ὁλόομαι''': Παθ., πληροῦμαι, συμπληροῦμαι, τελειοῦμαι, Ἐτυμ. Μέγ. 821. 37.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁλοῦμαι]], [[ὁλόομαι]] (Α) [[όλος]]<br />(μόνο παθ.) συμπληρώνομαι, τελειώνομαι, ολοκληρώνομαι.
}}
}}