Anonymous

πίτυρον: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br />[[son]], [[partie la plus grossière du blé moulu]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[πτίσσω]].
|btext=ου (τό) :<br />[[son]], [[partie la plus grossière du blé moulu]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[πτίσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elru
|lstext='''πίτῡρον''': τό, ([[πτίσσω]]) ὡς καὶ νῦν, ὁ φλοιὸς τοῦ σίτου, ἐν τῷ ἑνικ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 4, Διοσκ. 3. 107˙ ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, κ. ἀλλ.˙ ἐν χρήσει εἰς μαγικὰς τελετάς, Δημ. 313. 18, Θεόκρ. 2. 33. 2) [[νόσος]] τις τῆς ἐπιδερμίδος, [[μάλιστα]] τῆς κεφαλῆς, κοινῶς «πιτυρίδα», Λατ. furfures, porrigo, Διοσκ. 2. 114˙ πρβλ. πιτυρίασμα, πιτύρισμα. 3) καθίζημα τῶν οὔρων ὅμοιον πρὸς πίτυρα, Ἱππ. 231. 2˙ οὕτω, ὑποστάσιες πιτυρώδεις ὁ αὐτ. 46. 41, πρβλ. 213C.
|elrutext='''πίτυρον:''' (ῐ) τό (преимущ. pl.) [[отруби]] Dem., Theocr.
}}
}}
{{eles
{{eles
|esgtx=[[cáscaras del trigo]], [[salvado]]
|esgtx=[[cáscaras del trigo]], [[salvado]]
}}
{{ls
|lstext='''πίτῡρον''': τό, ([[πτίσσω]]) ὡς καὶ νῦν, ὁ φλοιὸς τοῦ σίτου, ἐν τῷ ἑνικ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 4, Διοσκ. 3. 107˙ ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, κ. ἀλλ.˙ ἐν χρήσει εἰς μαγικὰς τελετάς, Δημ. 313. 18, Θεόκρ. 2. 33. 2) [[νόσος]] τις τῆς ἐπιδερμίδος, [[μάλιστα]] τῆς κεφαλῆς, κοινῶς «πιτυρίδα», Λατ. furfures, porrigo, Διοσκ. 2. 114˙ πρβλ. πιτυρίασμα, πιτύρισμα. 3) καθίζημα τῶν οὔρων ὅμοιον πρὸς πίτυρα, Ἱππ. 231. 2˙ οὕτω, ὑποστάσιες πιτυρώδεις ὁ αὐτ. 46. 41, πρβλ. 213C.
}}
}}
{{lsm
{{lsm