Anonymous

μετέχω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Theil" to "Teil"
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0159.png Seite 159]] (s. ἔχω), Theil, Antheil haben an Etwas, theilhaftig sein, τινί τινος, mit Einem an Etwas, οὔ οἱ [[μετέχω]] θράσεος, Pind. P. 2, 83; ἄλγους μετέχουσαι, Aesch. Pers. 532; vollständig μεθέξειν φιλτάτου τάφου [[μέρος]], Ag. 493, vgl. Ch. 290; Ar. [[ὅπως]] ἂν ἴσον [[ἕκαστος]] ἡμῖν μετάσχῃ τοῦδε τοῦ πλούτου [[μέρος]], Plut. 226; καὶ σὺ τοῦδε τοῦ τάφου φήσεις μετασχεῖν, Soph. Ant. 531; auch ξὺν σοὶ μετεῖχον τῶν ἴσων, El. 1159; c. accus., μηδὲ ἀκερδῆ [[χάριν]] μετάσχοιμί πως, O. C. 1480, wie Ar. οὐ γὰρ μετεῖχες τὰς ἴσας πληγὰς [[ἐμοί]], Plut. 1144; οὐδὲν μετέχειν, Eur. Andr. 500; öfter in der gew. Construction, κἀγὼ μετέσχον Πριαμίδαις δυσπραξίας, Mel. 1237; vollständig sagt auch Her. μοῖραν od. [[μέρος]] τινὸς μετέχειν, 1, 204. 4, 145, vgl. 7, 16, 3 (Men. fr. inc. 199); mit dem bloßen gen., 3, 80; absolut, 1, 143, μετέχει τῆς ἑορτῆς, Xen. An. 5, 3, 9; τέχνης, sie inne haben, Plat. Gorg. 448 c; θνητὸν ἀθανασίας μετέχει, Couv. 208 b; μετέχει τῶν λόγων, er beschäftigt sich auch mit der Beredtsamkeit; ὥςτε ἀρετῆς καὶ φρονήσεως ἐν τῷ βίῳ μετασχεῖν, Phaed. 114 c; εἴ τις μέλλει καὶ σμικρὸν ἀρετῆς μεθέξειν, Legg. VII, 816 e; adj. verb. [[μεθεκτέον]], Rep. IV, 424 e, wie ἐκείνων τῶν νόμων [[μεθεκτέον]] ἐστίν, Antiphan. bei Ath. IV, 143 a; – ἀρχῶν, an den Aemtern Theil haben, sie erlangen können, Xen. Cyr. 1, 2, 15; auch πλεῖστόν τι [[μέρος]], 7, 5, 54; Sp., wie Pol., der auch τινὶ τῶν κινδύνων vrbdt, 3, 16, 3; ποίας μετέχει γνώμης, 7, 5, 5. – Sehr auffallend u. wahrscheinlich verderbt ist Thuc. 2, 16 τῇ οἰκήσει μετεῖχον.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0159.png Seite 159]] (s. ἔχω), Teil, Antheil haben an Etwas, theilhaftig sein, τινί τινος, mit Einem an Etwas, οὔ οἱ [[μετέχω]] θράσεος, Pind. P. 2, 83; ἄλγους μετέχουσαι, Aesch. Pers. 532; vollständig μεθέξειν φιλτάτου τάφου [[μέρος]], Ag. 493, vgl. Ch. 290; Ar. [[ὅπως]] ἂν ἴσον [[ἕκαστος]] ἡμῖν μετάσχῃ τοῦδε τοῦ πλούτου [[μέρος]], Plut. 226; καὶ σὺ τοῦδε τοῦ τάφου φήσεις μετασχεῖν, Soph. Ant. 531; auch ξὺν σοὶ μετεῖχον τῶν ἴσων, El. 1159; c. accus., μηδὲ ἀκερδῆ [[χάριν]] μετάσχοιμί πως, O. C. 1480, wie Ar. οὐ γὰρ μετεῖχες τὰς ἴσας πληγὰς [[ἐμοί]], Plut. 1144; οὐδὲν μετέχειν, Eur. Andr. 500; öfter in der gew. Construction, κἀγὼ μετέσχον Πριαμίδαις δυσπραξίας, Mel. 1237; vollständig sagt auch Her. μοῖραν od. [[μέρος]] τινὸς μετέχειν, 1, 204. 4, 145, vgl. 7, 16, 3 (Men. fr. inc. 199); mit dem bloßen gen., 3, 80; absolut, 1, 143, μετέχει τῆς ἑορτῆς, Xen. An. 5, 3, 9; τέχνης, sie inne haben, Plat. Gorg. 448 c; θνητὸν ἀθανασίας μετέχει, Couv. 208 b; μετέχει τῶν λόγων, er beschäftigt sich auch mit der Beredtsamkeit; ὥςτε ἀρετῆς καὶ φρονήσεως ἐν τῷ βίῳ μετασχεῖν, Phaed. 114 c; εἴ τις μέλλει καὶ σμικρὸν ἀρετῆς μεθέξειν, Legg. VII, 816 e; adj. verb. [[μεθεκτέον]], Rep. IV, 424 e, wie ἐκείνων τῶν νόμων [[μεθεκτέον]] ἐστίν, Antiphan. bei Ath. IV, 143 a; – ἀρχῶν, an den Aemtern Teil haben, sie erlangen können, Xen. Cyr. 1, 2, 15; auch πλεῖστόν τι [[μέρος]], 7, 5, 54; Sp., wie Pol., der auch τινὶ τῶν κινδύνων vrbdt, 3, 16, 3; ποίας μετέχει γνώμης, 7, 5, 5. – Sehr auffallend u. wahrscheinlich verderbt ist Thuc. 2, 16 τῇ οἰκήσει μετεῖχον.
}}
}}
{{bailly
{{bailly