Anonymous

ἕξις: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksis
|Transliteration C=eksis
|Beta Code=e(/cis
|Beta Code=e(/cis
|Definition=-εως, ἡ, ([[ἔχω]]):<br><span class="bld">I</span> ([[ἔχω]] trans.) [[having]], [[being in possession of]], [[possession]], [[ἐπιστήμη]]ς [[ἕξις]], opp. [[κτῆσις]], Pl.Tht.197b; νοῦ Id.Cra. 414b; ἡ τῶν ὅπλων Id.Lg.625c, cf. R.433e, Sph.247a, al., Arist. Metaph.1022b4; opp. [[στέρησις]], ib.1055b13, S.E.P.3.49.<br><span class="bld">2</span> in [[surgery]], [[posture]], Hp.Off.3; ἕξις ἢ [[θέσις]] ib.15.<br><span class="bld">II</span> ([[ἔχω]] intr.) a [[being]] in a [[certain]] [[state]], a [[permanent]] [[condition]] as [[produce]]d by [[practice]] ([[πρᾶξις]]), diff. from [[σχέσις]] (which is alterable) (v. infr.):<br><span class="bld">1</span> [[state]] or [[habit]] of [[body]], Id.Aph.2.34, cf. Pl.Tht.153b; ἕξις [[ὑγιεινός|ὑγιεινή]] (so also X.Mem.1.2.4), opp. [[διάθεσις]] [[ἀθλητικός|ἀθλητική]], Hp.Alim.34; [[σχέσις]] καὶ ἕξις καὶ [[ἡλικίη]] Id.Mochl.41; ἡ [[φύσις]] καὶ ἡ ἕξις Id.Acut.43: pl., Thphr. Sens.69: generally, [[condition]], ἐν ἕξει τοῦ [[δρᾶν]] D.H.Comp. 25; ἕξις λεπτὴ κατὰ τοῦτο τὸ [[μέρος]] Hp.Art.12; τῷ θερμὴν ἕξιν ἔχοντι Polystr. p.26W.; [[outward appearance]], ἡ ἕξις τοῦ σώματος [[κρείσσων]] LXXDa. 1.15, cf. 1 Ki.16.7, Sm.La.4.7; [[habit]] of a [[vine]], Thphr.CP3.14.5; of material objects, ὑπὸ μιᾶς ἕξεως συνέχεσθαι S.E.M.7.102, cf. Ph.2.511, Stoic.2.124,al.<br><span class="bld">b</span> medic., the [[system]], Ath.2.45e, Mnesith. ib.54b, Paul.Aeg.3.59.<br><span class="bld">2</span> [[state]] or [[habit]] of [[mind]], ἕξις κακίης Democr. 184; τὰς φύσεις τε καὶ ἕξεις τῶν ψυχῶν Pl.Lg.650b, etc.; ἡ ἐν τῇ ψυχῇ [[ἕξις]], opp. ἡ τῶν σωμάτων [[ἕξις]], Id.Tht.l.c.; πονηρᾶς ψυχῆς ἕξει ib.167b; [[λαμβάνειν]] ἕξιν τιμιωτέραν Id.R.591b.<br><span class="bld">b</span> esp. [[acquired habit]], opp. [[ἐνέργεια]], Arist.EN1098b33,al.<br><span class="bld">3</span> [[train]]ed [[habit]], [[skill]], Pl.Phdr. 268e, Arist.Pr.955b1, Plb.10.47.7, [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.29; [[τέχνη]] defined as [[ἕξις]] ἢ [[διάθεσις]] ἀπὸ [[παρατήρησις|παρατηρήσεως]] Phld.Rh.1.69S.; ἄκρα ἕξις D.H.Comp.11: c. gen., τὴν τῶν Ἰουδαϊκῶν γραμμάτων ἕξιν Aristeas 121; ἕξις πολιτικῶν λόγων Phld.Rh.2.35 S. (Almost confined to Prose, but cf. Orph.A. 391.)
|Definition=ἕξεως, ἡ, ([[ἔχω]]):<br><span class="bld">I</span> ([[ἔχω]] trans.) [[having]], [[being in possession of]], [[possession]], [[ἐπιστήμη]]ς [[ἕξις]], opp. [[κτῆσις]], Pl.Tht.197b; νοῦ Id.Cra. 414b; ἡ τῶν ὅπλων Id.Lg.625c, cf. R.433e, Sph.247a, al., Arist. Metaph.1022b4; opp. [[στέρησις]], ib.1055b13, S.E.P.3.49.<br><span class="bld">2</span> in [[surgery]], [[posture]], Hp.Off.3; ἕξις ἢ [[θέσις]] ib.15.<br><span class="bld">II</span> ([[ἔχω]] intr.) a [[being]] in a [[certain]] [[state]], a [[permanent]] [[condition]] as [[produce]]d by [[practice]] ([[πρᾶξις]]), diff. from [[σχέσις]] (which is alterable) (v. infr.):<br><span class="bld">1</span> [[state]] or [[habit]] of [[body]], Id.Aph.2.34, cf. Pl.Tht.153b; ἕξις [[ὑγιεινός|ὑγιεινή]] (so also X.Mem.1.2.4), opp. [[διάθεσις]] [[ἀθλητικός|ἀθλητική]], Hp.Alim.34; [[σχέσις]] καὶ ἕξις καὶ [[ἡλικίη]] Id.Mochl.41; ἡ [[φύσις]] καὶ ἡ ἕξις Id.Acut.43: pl., Thphr. Sens.69: generally, [[condition]], ἐν ἕξει τοῦ [[δρᾶν]] D.H.Comp. 25; ἕξις λεπτὴ κατὰ τοῦτο τὸ [[μέρος]] Hp.Art.12; τῷ θερμὴν ἕξιν ἔχοντι Polystr. p.26W.; [[outward appearance]], ἡ ἕξις τοῦ σώματος [[κρείσσων]] LXXDa. 1.15, cf. 1 Ki.16.7, Sm.La.4.7; [[habit]] of a [[vine]], Thphr.CP3.14.5; of material objects, ὑπὸ μιᾶς ἕξεως συνέχεσθαι S.E.M.7.102, cf. Ph.2.511, Stoic.2.124,al.<br><span class="bld">b</span> medic., the [[system]], Ath.2.45e, Mnesith. ib.54b, Paul.Aeg.3.59.<br><span class="bld">2</span> [[state]] or [[habit]] of [[mind]], ἕξις κακίης Democr. 184; τὰς φύσεις τε καὶ ἕξεις τῶν ψυχῶν Pl.Lg.650b, etc.; ἡ ἐν τῇ ψυχῇ [[ἕξις]], opp. ἡ τῶν σωμάτων [[ἕξις]], Id.Tht.l.c.; πονηρᾶς ψυχῆς ἕξει ib.167b; [[λαμβάνειν]] ἕξιν τιμιωτέραν Id.R.591b.<br><span class="bld">b</span> esp. [[acquired habit]], opp. [[ἐνέργεια]], Arist.EN1098b33,al.<br><span class="bld">3</span> [[train]]ed [[habit]], [[skill]], Pl.Phdr. 268e, Arist.Pr.955b1, Plb.10.47.7, [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.29; [[τέχνη]] defined as [[ἕξις]] ἢ [[διάθεσις]] ἀπὸ [[παρατήρησις|παρατηρήσεως]] Phld.Rh.1.69S.; ἄκρα ἕξις D.H.Comp.11: c. gen., τὴν τῶν Ἰουδαϊκῶν γραμμάτων ἕξιν Aristeas 121; ἕξις πολιτικῶν λόγων Phld.Rh.2.35 S. (Almost confined to Prose, but cf. Orph.A. 391.)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0882.png Seite 882]] ἡ ([[ἔχω]]), 1) das Haben, Besitzen; τῆς ἐπιστήμης Plat. Theaet. 197 a; ὅπλων Legg. I, 625 c; καὶ [[παρουσία]] δικαιοσύνης Soph. 247 a; vgl. Arist. Categ. 10; <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[στέρησις]], S. Emp. Pyrrh. 3, 50. – 2) Gew. der Zustand, die Beschaffenheit; τῶν σωμάτων Plat. Theaet. 153 b; ἀνδραπόδου Legg. XII, 966 b; bes. gute, kräftige Körperkonstitution, Xen. Mem. 1, 2, 4; Hippoer.; oft auf das Geistige übertr., nach Plat. Def. 414 c [[διάθεσις]] ψυχῆς καθ' ἣν ποιοί τινες λεγόμεθα, wie Phil. 11 d [[ἕξις]] ψυχῆς καὶ [[διάθεσις]] verbunden ist; φύσεις καὶ ἕξεις τῶν ψυχῶν Legg. I, 650 b; Arist. sagt Eth. 2, 5, neben δυνάμεις u. [[πάθη]], ἕξεις δὲ [[λέγω]], καθ' ἃς πρὸς τὰ [[πάθη]] ἔχομεν εὖ ἢ κακῶς; bes. im <span class="ggns">Gegensatz</span> gegen [[πρᾶξις]] u. [[ἐνέργεια]], ein passiver Zustand der Seele. S. Emp. adv. math. 8, 81 unterscheidet [[ἕξις]] von [[φύσις]] u. [[ψυχή]]. – Geschicklichkeit, Erfahrung, ἐν ἀστρολογίᾳ μεγίστην ἕξιν ἔχειν D. Sic. 3, 31; vgl. Pol. 1, 51, 4. 21, 7, 3; Arist. probl. 30, 2, Schäfer zu D. Hal. C. V. p. 7; firma illa facilitas, quam Graeci ἕξιν vocant, Quinct. I. O. 10 prooem. Von Dichtern nur Sp., wie Orph. Arg. 389.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0882.png Seite 882]] ἡ ([[ἔχω]]), 1) das [[Haben]], [[Besitzen]]; τῆς ἐπιστήμης Plat. Theaet. 197 a; ὅπλων Legg. I, 625 c; καὶ [[παρουσία]] δικαιοσύνης Soph. 247 a; vgl. Arist. Categ. 10; <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[στέρησις]], S. Emp. Pyrrh. 3, 50. – 2) Gew. der Zustand, die [[Beschaffenheit]]; τῶν σωμάτων Plat. Theaet. 153 b; ἀνδραπόδου Legg. XII, 966 b; bes. gute, kräftige Körperkonstitution, Xen. Mem. 1, 2, 4; Hippoer.; oft auf das Geistige übertr., nach Plat. Def. 414 c [[διάθεσις]] ψυχῆς καθ' ἣν ποιοί τινες λεγόμεθα, wie Phil. 11 d [[ἕξις]] ψυχῆς καὶ [[διάθεσις]] verbunden ist; φύσεις καὶ ἕξεις τῶν ψυχῶν Legg. I, 650 b; Arist. sagt Eth. 2, 5, neben δυνάμεις u. [[πάθη]], ἕξεις δὲ [[λέγω]], καθ' ἃς πρὸς τὰ [[πάθη]] ἔχομεν εὖ ἢ κακῶς; bes. im <span class="ggns">Gegensatz</span> gegen [[πρᾶξις]] u. [[ἐνέργεια]], ein passiver Zustand der Seele. S. Emp. adv. math. 8, 81 unterscheidet [[ἕξις]] von [[φύσις]] u. [[ψυχή]]. – Geschicklichkeit, Erfahrung, ἐν ἀστρολογίᾳ μεγίστην ἕξιν ἔχειν D. Sic. 3, 31; vgl. Pol. 1, 51, 4. 21, 7, 3; Arist. probl. 30, 2, Schäfer zu D. Hal. C. V. p. 7; firma illa facilitas, quam Graeci ἕξιν vocant, Quinct. I. O. 10 prooem. Von Dichtern nur Sp., wie Orph. Arg. 389.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕξις''': -εως, ἡ, (ἕξω, μέλλ. τοῦ ἔχω). Ι. (ἔχω μεταβ.) τὸ ἔχειν ἢ κατέχειν τι, ἐπιστήμης [[ἕξις]], ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[κτῆσις]], Πλάτ. Θεαίτ. 197Β· νοῦ ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 414Β· ἡ τῶν ὅπλων ὁ αὐτ. ἐν Νόμοις 625C· πρβλ. Πολ. 433Ε, Σοφιστ. 247Α, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 20, 1 ΙΙ. (ἔχω ἀμεταβ.) τὸ εὑρίσκεσθαι ἔν τινι καταστάσει, διαρκὴς [[κατάστασις]] προκύπτουσα [[ἕνεκα]] συνηθείας ἢ ἀσκήσεως (πράξεως) διαφέρουσα τῆς σχέσεως (ἥτις μεταβάλλεται). 1) [[κατάστασις]] ἢ [[διάθεσις]] τοῦ σώματος, Ἱππ. Ἀφ. 1245· ἔτι καὶ ἰδιαιτέρου μέρους τοῦ σώματος, [[ἕξις]] λεπτὴ κατὰ τοῦτο τὸ [[μέρος]] ὁ αὐτὸς π. Ἄρθρ. 789· [[ἕξις]], [[συνήθεια]], ὡς καὶ νῦν, ταύτην γὰρ τὴν ἓξιν ὑγιεινήν... ἱκανῶς [[εἶναι]]... ἔφη Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 4. Πλάτ. 2) [[κατάστασις]] ἢ [[συνήθεια]] τῆς ψυχῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν δύναμιν (φυσικὸν προσὸν), Πλάτ. Νόμοι 650Β, κτλ.· ἡ ἐν τῇ ψυχῇ [[ἕξις]], ἡ ἐν τῇ ψυχῇ ἐνυπάρχουσα [[κατάστασις]], ὁ αὐτὸς ἐν Θεαιτ. 153Β πονηρᾷ ψυχῆς ἕξει [[αὐτόθι]] 167Α· ἕξιν τινὰ λαμβάνειν ὁ αὐτὸς Πολ. 591Β· - ἰδίως [[πρόσκτητος]] [[συνήθεια]], ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ἐνέργεια]], ἐν ἕξει ἢ ἐνεργείᾳ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 9., 2. 1, 7., 3. 7. 6, κ. ἀλλ.· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] περιλαμβάνει τὴν ἐνέργειαν, ὁ αὐτὸς Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 20. 3) [[ἐπιτηδειότης]], [[ἱκανότης]], ὡς [[ἀποτέλεσμα]] ἀσκήσεως ἢ πείρας, Πλάτ. Φαῖδρ. 268Ε, Ἀριστ. Προβλ. 30. 2, κτλ.· - πρβλ. [[ἑκτικός]].
|lstext='''ἕξις''': ἕξεως, ἡ, ([[ἕξω]], μέλλ. τοῦ ἔχω). Ι. (ἔχω μεταβ.) τὸ ἔχειν ἢ κατέχειν τι, ἐπιστήμης [[ἕξις]], ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[κτῆσις]], Πλάτ. Θεαίτ. 197Β· νοῦ ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 414Β· ἡ τῶν ὅπλων ὁ αὐτ. ἐν Νόμοις 625C· πρβλ. Πολ. 433Ε, Σοφιστ. 247Α, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 20, 1 ΙΙ. (ἔχω ἀμεταβ.) τὸ εὑρίσκεσθαι ἔν τινι καταστάσει, διαρκὴς [[κατάστασις]] προκύπτουσα [[ἕνεκα]] συνηθείας ἢ ἀσκήσεως (πράξεως) διαφέρουσα τῆς σχέσεως (ἥτις μεταβάλλεται). 1) [[κατάστασις]] ἢ [[διάθεσις]] τοῦ σώματος, Ἱππ. Ἀφ. 1245· ἔτι καὶ ἰδιαιτέρου μέρους τοῦ σώματος, [[ἕξις]] λεπτὴ κατὰ τοῦτο τὸ [[μέρος]] ὁ αὐτὸς π. Ἄρθρ. 789· [[ἕξις]], [[συνήθεια]], ὡς καὶ νῦν, ταύτην γὰρ τὴν ἓξιν ὑγιεινήν... ἱκανῶς [[εἶναι]]... ἔφη Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 4. Πλάτ. 2) [[κατάστασις]] ἢ [[συνήθεια]] τῆς ψυχῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν δύναμιν (φυσικὸν προσὸν), Πλάτ. Νόμοι 650Β, κτλ.· ἡ ἐν τῇ ψυχῇ [[ἕξις]], ἡ ἐν τῇ ψυχῇ ἐνυπάρχουσα [[κατάστασις]], ὁ αὐτὸς ἐν Θεαιτ. 153Β πονηρᾷ ψυχῆς ἕξει [[αὐτόθι]] 167Α· ἕξιν τινὰ λαμβάνειν ὁ αὐτὸς Πολ. 591Β· - ἰδίως [[πρόσκτητος]] [[συνήθεια]], ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ἐνέργεια]], ἐν ἕξει ἢ ἐνεργείᾳ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 9., 2. 1, 7., 3. 7. 6, κ. ἀλλ.· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] περιλαμβάνει τὴν ἐνέργειαν, ὁ αὐτὸς Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 20. 3) [[ἐπιτηδειότης]], [[ἱκανότης]], ὡς [[ἀποτέλεσμα]] ἀσκήσεως ἢ πείρας, Πλάτ. Φαῖδρ. 268Ε, Ἀριστ. Προβλ. 30. 2, κτλ.· - πρβλ. [[ἑκτικός]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἕξις:''' -εως, ἡ ([[ἔξω]], μέλ. του [[ἔχω]]),·<br /><b class="num">I.</b> μτβ., [[κτήση]], [[κατοχή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., [[φυσική]] [[κατάσταση]] ή [[συνήθεια]] του σώματος, [[ιδίως]], λέγεται για [[καλή]] [[φυσική]] [[κατάσταση]] ή [[συνήθεια]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> νοητική [[κατάσταση]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἕξις:''' ἕξεως, ἡ ([[ἔξω]], μέλ. του [[ἔχω]]),·<br /><b class="num">I.</b> μτβ., [[κτήση]], [[κατοχή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., [[φυσική]] [[κατάσταση]] ή [[συνήθεια]] του σώματος, [[ιδίως]], λέγεται για [[καλή]] [[φυσική]] [[κατάσταση]] ή [[συνήθεια]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> νοητική [[κατάσταση]], στον ίδ.
}}
}}
{{wkpen
{{wkpen