Anonymous

ἁμός: Difference between revisions

From LSJ
10 bytes removed ,  15 April 2024
m
no edit summary
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amos
|Transliteration C=amos
|Beta Code=a(mo/s
|Beta Code=a(mo/s
|Definition=(A) or [[ἀμός]] [ᾱ], ή, όν, Aeol. [[ἄμμος]] Alc.105A, ''Milet.''3 No. 152.35,<br><span class="bld">A</span> = [[ἡμέτερος]] (cf. [[ὑμός]] for [[ὑμέτερος]], [[σφός]] for [[σφέτερος]], A.D. ''Pron.'' 111.18), freq. used for [[ἐμός]], Il.8.178, Od.11.166, etc.; especially in Dor., Pi.''P.''3.41, 4.27, Theoc.5.108; Lacon., Ar.''Lys.''1181; Cretan, ''GDI'' 4952''D''23, etc.; Sicilian, ''IG''14.952 (Agrigentum); also Trag., A.''Th.'' 417, ''Ch.''428, S.''El.''279, ''Ph.''1314, etc. (Written [[ἀμός]] when = [[ἐμός]] by Demetr.ad Il.6.414; but the distinction is not observed.)<br /><br />(B), [ᾰ], old word equiv. to τις, only in Adv. forms <b class="b3">ἁμοῦ, ἁμῆ, ἁμοῖ, ἁμῶς, ἁμόθεν, ἁμόθι</b>, and in compds. as [[οὐδαμός]], Hdn.Gr.1.169. (sṃ-, cf. Goth. [[sums (some one)]], [[suman (sometime]], [[once)]].)  
|Definition=(A) or [[ἀμός]] [ᾱ], ή, όν, Aeol. [[ἄμμος]] Alc.105A, ''Milet.''3 No. 152.35, = [[ἡμέτερος]] (cf. [[ὑμός]] for [[ὑμέτερος]], [[σφός]] for [[σφέτερος]], A.D. ''Pron.'' 111.18), freq. used for [[ἐμός]], Il.8.178, Od.11.166, etc.; especially in Dor., Pi.''P.''3.41, 4.27, Theoc.5.108; Lacon., Ar.''Lys.''1181; Cretan, ''GDI'' 4952''D''23, etc.; Sicilian, ''IG''14.952 (Agrigentum); also Trag., A.''Th.'' 417, ''Ch.''428, S.''El.''279, ''Ph.''1314, etc. (Written [[ἀμός]] when = [[ἐμός]] by Demetr.ad Il.6.414; but the distinction is not observed.)<br /><br />(B), [ᾰ], old word equiv. to [[τις]], only in Adv. forms [[ἁμοῦ]], [[ἁμῆ]], [[ἁμοῖ]], [[ἁμῶς]], [[ἁμόθεν]], [[ἁμόθι]], and in compds. as [[οὐδαμός]], Hdn.Gr.1.169. (sṃ-, cf. Goth. sums (some one), suman (sometime]], [[once]]).)  
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ά, -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lesb. [[ἄμμος]] Alc.66.8; ἀμός S.<i>El</i>.279, cf. ἡμέτερος<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾱ-]<br /><b class="num">1</b> [[nuestro]] νέας ἁμάς <i>Il</i>.13.96, πατέρων ἄμμων Alc.394, ἀ πόλις ἄμμα Alc.66.8, cf. Ar.<i>Lys</i>.1181, Hsch.α 3475.<br /><b class="num">2</b> [[nuestro]] en el sent. de [[mío]], <i>Il</i>.6.414, 8.178, Alcm.45, Pi.<i>P</i>.3.41, Alcm.45, Corinn.1.3.38, A.<i>Th</i>.417, S.<i>El</i>.279, <i>ICr</i>.1.9.1.150 (Drero III/II a.C.). < [[ἁμός]] [[ἆμος]] > [[ἁμός]]<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[alguno]] Hdn.Gr.1.169, v. [[ἁμῶς]].
|dgtxt=-ά, -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lesb. [[ἄμμος]] Alc.66.8; [[ἀμός]] S.<i>El</i>.279, cf. [[ἡμέτερος]]<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾱ-]<br /><b class="num">1</b> [[nuestro]] νέας ἁμάς <i>Il</i>.13.96, πατέρων ἄμμων Alc.394, ἀ πόλις ἄμμα Alc.66.8, cf. Ar.<i>Lys</i>.1181, Hsch.α 3475.<br /><b class="num">2</b> [[nuestro]] en el sent. de [[mío]], <i>Il</i>.6.414, 8.178, Alcm.45, Pi.<i>P</i>.3.41, Alcm.45, Corinn.1.3.38, A.<i>Th</i>.417, S.<i>El</i>.279, <i>ICr</i>.1.9.1.150 (Drero III/II a.C.). < [[ἁμός]] [[ἆμος]] > [[ἁμός]]<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[alguno]] Hdn.Gr.1.169, v. [[ἁμῶς]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>éol. et épq.</i><br /><b>1</b> <i>c.</i> [[ἡμέτερος]] notre;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[ἐμός]] mon, ma.
|btext=ή, όν :<br /><i>éol. et épq.</i><br /><b>1</b> <i>c.</i> [[ἡμέτερος]] [[notre]];<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[ἐμός]] mon, ma.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἁμὸς και ἀμός, -ή, -όν και αιολ. [[ἄμμος]], -η, -ον [[αντί]] του [[ἡμέτερος]] και [[συχνά]] [[αντί]] του [[ἐμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βραχύτερος τ. [[αντί]] [[ημέτερος]] ([[πρβλ]]. <i>ὑμὸς</i> [[αντί]] [[ὑμέτερος]], <i>σφὸς</i> [[αντί]] [[σφέτερος]]). Στον Όμηρο [[αντί]] του <i>ἁμὸς</i> χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη [[μορφή]] του (το [[ἡμέτερος]]). Η [[χρήση]] του, που επεκτείνεται και στο α΄ ενικό [[πρόσωπο]], γενικεύεται στον Πίνδαρο και στους τραγικούς. Στην Ομηρική [[παράδοση]] και τη λοιπή αρχαία [[γραμματεία]] ο τ. <i>ἁμὸς</i> εθεωρούνταν [[κυρίως]] [[δωρικός]], [[παρά]] τη στενότερη [[σχέση]] του με τις αιολ. προσ. αντων. [[ἄμμι]](<i>ν</i>), <i>ἄμμε</i>. Το <i>ἁμὸς</i> [[πάντως]] ήδη στον Όμηρο έρχεται σε [[αντίθεση]] με τις προσ. αντων. της Αιολικής ως [[προς]] το διπλό <i>μ</i>, το δασύ [[πνεύμα]] και τον τονισμό. Εντούτοις η [[παρουσία]] -<i>μ</i>- [[αντί]] -<i>μμ</i>- δεν [[είναι]] ασυνήθιστη, αν ληφθεί υπ' όψιν το <i>ὑμὸς</i> που [[επίσης]] έρχεται σε [[αντίθεση]] με τις προσ. αντων. [[ὔμμι]](<i>ν</i>), [[ὔμμε]]. Ακόμη η [[παρατήρηση]] ότι ήδη στην [[αρχαιότητα]] το <i>ἁμὸς</i> εθεωρούνταν δευτερεύων τ. του <i>ἐμὸς</i> (οι τραγικοί το χρησιμοποιούσαν [[αντί]] του [[ἐμός]], ενώ ο <b>Ευστ.</b> αναφέρει ότι [[συχνά]] το <i>ἁμὸς</i> αντικατέστησε το <i>ἐμὸς</i> [[χάριν]] του μέτρου) ερμηνεύει την αναλογικά [[προς]] το <i>ἐμὸς</i> [[γραφή]] του. Όσον αφορά στο [[πνεύμα]] της λ. στη χειρόγραφη [[παράδοση]] του Ομηρου παραδίδονται γραφές και με τα δύο πνεύματα. Στους τραγικούς και στον Πίνδαρο η λ. δασύνεται. Η [[ψίλωση]] του τ. δυνατόν να οφείλεται και στη [[χρήση]] του [[αντί]] του [[ἐμός]]. Ο [[τονισμός]] στη [[λήγουσα]] (<i>ἁμὸς</i> [[αντί]] <i>ἄμος</i>) [[είναι]] πιθ. αναλογικός [[κατά]] τα [[ἐμός]], <i>σός</i>, [[σφός]] ([[πρβλ]]. και [[ὑμός]]). Ο τ. <i>ἁμὸς</i> ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>ns</i>- (μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρ. <i>nĕs</i>-) <i>ns</i> -<i>sme</i> > <i>nsme</i> > <i>ns</i>-<i>mos</i> > <i>ἁσ</i>-<i>μ</i>-<i>ὸς</i> <span style="color: red;"><</span> αιολ. [[ἄμμος]] (με [[αφομοίωση]] του <i>σ</i> και βαρυτονία), δωρ. [[ἁμός]]].<br /><b>(II)</b><br />ἁμὸς<br />[[λέξη]] ισοδύναμη με τα αόρ. εις, τις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. δεν απαντά αυτοτελώς [[παρά]] μόνο στα επιρρ. [[ἁμοῦ]], <i>ἁμῆ</i>, [[ἁμοῖ]], [[ἁμῶς]], [[ἁμόθεν]], [[ἁμόθι]] και στις επίρρ. εκφρ. <i>ἁμή γέπῃ [[ἁμόθεν]] γέ ποθεν</i>, <i>ἁμουγέποι</i>, [[ἁμοῦ]] γέ που</i>, [[ἁμῶς]] γέ πως</i>. Πιο εύχρηστο [[είναι]] ως σύνθετο με τα αρνητ. επιρρ. [[οὐδέ]], [[μηδέ]]: <i>οὐδαμὸς</i>-[[μηδαμός]], <i>οὐδαμὰ</i>-[[μηδαμά]], [[οὐδαμῇ]]-[[μηδαμῇ]]-[[μηδαμεῖ]], [[οὐδαμόθεν]]-[[μηδαμόθεν]], [[οὐδαμόθι]]-[[μηδαμόθι]], [[οὐδαμοῖ]]-[[μηδαμοῖ]], [[οὐδαμόσε]]-[[μηδαμόσε]], [[οὐδαμοῦ]]-[[μηδαμοῦ]], [[οὐδαμῶς]]-[[μηδαμῶς]]. Μεταγεν. τύποι οι [[οὐδάμινος]], [[ναιδαμῶς]]. Στην ελληνιστ. [[εποχή]] δημιουργούνται τύποι με δασύ οδοντικό: [[μηθαμά]], -<i>όθεν</i>, -<i>οῦ</i>, [[οὐθαμεῖ]]. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>sm</i>- ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>sama</i>- «[[κάποιος]]», γοτθ. <i>sums</i> «[[κάποιος]]», αγγλ. <i>some</i> «μερικοί, [[κάποιος]]» <b>κ.ά.</b>): <i>sm</i>-<i>ος</i> > <i>hαμ</i>-<i>ος</i> > <i>ἁμ</i>-<i>ός</i>. Οι προηγούμ. τ. συγγενεύουν με τα <i>ά</i>- (αθροιστικό), <i>ἅμα</i> <i>εἷς</i>, γαλλ. <i>un</i> «[[ένας]]». Η αοριστολογική [[χροιά]] ίσως προέρχεται από την [[έννοια]] της ενότητας. Πρβλ. γαλλ. <i>un</i>, νεοελλ. [[ένας]] κ.λπ.].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἁμὸς και [[ἀμός]], -ή, -όν και αιολ. [[ἄμμος]], -η, -ον [[αντί]] του [[ἡμέτερος]] και [[συχνά]] [[αντί]] του [[ἐμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βραχύτερος τ. [[αντί]] [[ημέτερος]] ([[πρβλ]]. <i>ὑμὸς</i> [[αντί]] [[ὑμέτερος]], <i>σφὸς</i> [[αντί]] [[σφέτερος]]). Στον Όμηρο [[αντί]] του <i>ἁμὸς</i> χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη [[μορφή]] του (το [[ἡμέτερος]]). Η [[χρήση]] του, που επεκτείνεται και στο α΄ ενικό [[πρόσωπο]], γενικεύεται στον Πίνδαρο και στους τραγικούς. Στην Ομηρική [[παράδοση]] και τη λοιπή αρχαία [[γραμματεία]] ο τ. <i>ἁμὸς</i> εθεωρούνταν [[κυρίως]] [[δωρικός]], [[παρά]] τη στενότερη [[σχέση]] του με τις αιολ. προσ. αντων. [[ἄμμι]](<i>ν</i>), <i>ἄμμε</i>. Το <i>ἁμὸς</i> [[πάντως]] ήδη στον Όμηρο έρχεται σε [[αντίθεση]] με τις προσ. αντων. της Αιολικής ως [[προς]] το διπλό <i>μ</i>, το δασύ [[πνεύμα]] και τον τονισμό. Εντούτοις η [[παρουσία]] -<i>μ</i>- [[αντί]] -<i>μμ</i>- δεν [[είναι]] ασυνήθιστη, αν ληφθεί υπ' όψιν το <i>ὑμὸς</i> που [[επίσης]] έρχεται σε [[αντίθεση]] με τις προσ. αντων. [[ὔμμι]](<i>ν</i>), [[ὔμμε]]. Ακόμη η [[παρατήρηση]] ότι ήδη στην [[αρχαιότητα]] το <i>ἁμὸς</i> εθεωρούνταν δευτερεύων τ. του <i>ἐμὸς</i> (οι τραγικοί το χρησιμοποιούσαν [[αντί]] του [[ἐμός]], ενώ ο <b>Ευστ.</b> αναφέρει ότι [[συχνά]] το <i>ἁμὸς</i> αντικατέστησε το <i>ἐμὸς</i> [[χάριν]] του μέτρου) ερμηνεύει την αναλογικά [[προς]] το <i>ἐμὸς</i> [[γραφή]] του. Όσον αφορά στο [[πνεύμα]] της λ. στη χειρόγραφη [[παράδοση]] του Ομηρου παραδίδονται γραφές και με τα δύο πνεύματα. Στους τραγικούς και στον Πίνδαρο η λ. δασύνεται. Η [[ψίλωση]] του τ. δυνατόν να οφείλεται και στη [[χρήση]] του [[αντί]] του [[ἐμός]]. Ο [[τονισμός]] στη [[λήγουσα]] (<i>ἁμὸς</i> [[αντί]] <i>ἄμος</i>) [[είναι]] πιθ. αναλογικός [[κατά]] τα [[ἐμός]], <i>σός</i>, [[σφός]] ([[πρβλ]]. και [[ὑμός]]). Ο τ. <i>ἁμὸς</i> ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>ns</i>- (μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρ. <i>nĕs</i>-) <i>ns</i> -<i>sme</i> > <i>nsme</i> > <i>ns</i>-<i>mos</i> > <i>ἁσ</i>-<i>μ</i>-<i>ὸς</i> <span style="color: red;"><</span> αιολ. [[ἄμμος]] (με [[αφομοίωση]] του <i>σ</i> και βαρυτονία), δωρ. [[ἁμός]]].<br /><b>(II)</b><br />ἁμὸς<br />[[λέξη]] ισοδύναμη με τα αόρ. εις, τις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. δεν απαντά αυτοτελώς [[παρά]] μόνο στα επιρρ. [[ἁμοῦ]], <i>ἁμῆ</i>, [[ἁμοῖ]], [[ἁμῶς]], [[ἁμόθεν]], [[ἁμόθι]] και στις επίρρ. εκφρ. <i>ἁμή γέπῃ [[ἁμόθεν]] γέ ποθεν</i>, <i>ἁμουγέποι</i>, [[ἁμοῦ]] γέ που</i>, [[ἁμῶς]] γέ πως</i>. Πιο εύχρηστο [[είναι]] ως σύνθετο με τα αρνητ. επιρρ. [[οὐδέ]], [[μηδέ]]: <i>οὐδαμὸς</i>-[[μηδαμός]], <i>οὐδαμὰ</i>-[[μηδαμά]], [[οὐδαμῇ]]-[[μηδαμῇ]]-[[μηδαμεῖ]], [[οὐδαμόθεν]]-[[μηδαμόθεν]], [[οὐδαμόθι]]-[[μηδαμόθι]], [[οὐδαμοῖ]]-[[μηδαμοῖ]], [[οὐδαμόσε]]-[[μηδαμόσε]], [[οὐδαμοῦ]]-[[μηδαμοῦ]], [[οὐδαμῶς]]-[[μηδαμῶς]]. Μεταγεν. τύποι οι [[οὐδάμινος]], [[ναιδαμῶς]]. Στην ελληνιστ. [[εποχή]] δημιουργούνται τύποι με δασύ οδοντικό: [[μηθαμά]], -<i>όθεν</i>, -<i>οῦ</i>, [[οὐθαμεῖ]]. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>sm</i>- ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>sama</i>- «[[κάποιος]]», γοτθ. <i>sums</i> «[[κάποιος]]», αγγλ. <i>some</i> «μερικοί, [[κάποιος]]» <b>κ.ά.</b>): <i>sm</i>-<i>ος</i> > <i>hαμ</i>-<i>ος</i> > <i>ἁμ</i>-<i>ός</i>. Οι προηγούμ. τ. συγγενεύουν με τα <i>ά</i>- (αθροιστικό), <i>ἅμα</i> <i>εἷς</i>, γαλλ. <i>un</i> «[[ένας]]». Η αοριστολογική [[χροιά]] ίσως προέρχεται από την [[έννοια]] της ενότητας. Πρβλ. γαλλ. <i>un</i>, νεοελλ. [[ένας]] κ.λπ.].
}}
}}
{{lsm
{{lsm