Anonymous

ἔργον: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>βλ.</b> [[έργο]].
|mltxt=το (AM [[ἔργον]])<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών προσπαθειών και ενεργειών που καταβάλλονται για να πραγματοποιηθεί [[ένας]] [[στόχος]] (α. «ἐχει δύσκολο [[έργο]] να επιτελέσει» β. «[[ἔργον]] δ’ [[οὐδέν]] [[ὄνειδος]], ἀεργίη δὲ τ’ [[ὄνειδος]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[αποτέλεσμα]] της σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, το [[προϊόν]] της εργασίας (α. «ἐχει επιτελέσει λαμπρό [[έργο]]» β. «πέπλοι... ἔργα γυναικῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>τα έργα</i><br />κατασκευές κοινής ωφέλειας («[[δημόσια]], [[τεχνικά]] έργα»)<br /><b>4.</b> βιοποριστικό [[επάγγελμα]]<br /><b>5.</b> [[καλλιέργεια]] αγρού ή αμπελιού που γίνεται από έναν [[εργάτη]] σε ορισμένο χρόνο<br /><b>6.</b> (από [[ηθική]] [[άποψη]]) σπουδαία [[πράξη]], [[κατόρθωμα]] (α. «ηρωικά έργα» β. «καλόν τι [[ἔργον]] ἀποδείξασθαι» γ. τὸ ἐν Πλαταιαῑς [[ἔργον]]»)<br /><b>7.</b> [[εργασία]] της αρμοδιότητας κάποιου, [[καθήκον]]<br /><b>8.</b> (για πνευματική [[δημιουργία]]) [[σύγγραμμα]], [[βιβλίο]] («τα έργα του Πλάτωνος»)<br /><b>9.</b> κλωσμένο [[νήμα]]<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «ἅμ’ [[ἔπος]], ἅμ’ [[ἔργον]]» — για άμεση [[εκτέλεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κινηματογραφικό ή θεατρικό [[έργο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ευχής [[έργο]] θα ήταν» — [[μακάρι]] να γινόταν<br />β) «επί το [[έργο]]» — [[αρχίζω]] δουλειά<br />γ) «καταναγκαστικά έργα» — βαρύτατες εργασίες στις οποίες υποβάλλονται κρατούμενοι ή κατάδικοι<br />δ) «ἐργο φρονήσεως» — φρόνιμο<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[γάμος]] δι’ ἔργου» — όχι [[νόμιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> γεωργικές εργασίες («ἀνδρῶν πίονα ἔργα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> καλλιεργημένα χωράφια («oὔτ’ ἐπὶ ἔργα [[πάρος]] γ’ [[ἴμεν]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ιδιοκτησία]], κτήματα, πλούτη («Θεὸς δ’ ἐπὶ [[ἔργον]] ἀέξῃ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (στον <b>πληθ.</b> (για γυναικεία [[εργασία]]) η [[υφαντική]] («γυναῖκας ἀμύμονα ἔργα ἰδυίας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> σε [[αντίθεση]] με τα [[έπος]], [[μύθος]], [[λόγος]], ρήματα, όνομα («μύθων τε ῥητῆρ’ ἔμεναι πρηκτῆρά τε ἔργων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> [[εκτέλεση]] έργου («ἠγόρευε καὶ τὸ [[ἔργον]] προσῆγε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[πράγμα]], [[αντικείμενο]] («εἰ δὴ σοὶ πᾶν [[ἔργον]] ὑπείξομαι» — αν υποχωρήσω σε [[κάθε]] τι, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> [[βλάβη]], [[ζημιά]]<br /><b>9.</b> [[κέρδος]], [[τόκος]] τοκιζόμενου κεφαλαίου («ὧν τὸ [[ἔργον]] ἐπ’ [[ἐννέα]] ὀβολοῖς [[ἑπτακόσιοι]] καὶ [[εἴκοσι]] δραχμαί», Ισαί.)<br /><b>10.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[ιδιότητα]], χαρακτηριστικό («oὐ γάρ θερμότητος... [[ἔργον]] ψύχειν, [[ἀλλά]] τοῦ ἐναντίου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>11.</b> η [[λειτουργία]] οργάνου του σώματος («ἔργα τοῦ ἐγκεφάλου», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>12.</b> ([[συνήθως]] με απρμφ.) [[οτιδήποτε]] απαιτεί κόπο, [[προσπάθεια]] («χαλεπὸν oὖv [[ἔργον]] διαιρεῖν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>13.</b> [[χρεία]], [[ανάγκη]] («τί [[δῆτα]] τόξων [[ἔργον]];», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>14.</b> εργατικό [[σωματείο]]<br /><b>15.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>ἔργῳ</i><br />στην [[πραγματικότητα]] («ἐγένετο λόγῳ μὲν [[δημοκρατία]], ἔργῳ δὲ ὑπὸ τοῦ πρώτου ἀνδρὸς [[ἀρχή]]» — έγινε (το [[πολίτευμα]]) σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό, με την [[ονομασία]], [[κυριαρχία]] του πλήθους, στην [[πραγματικότητα]] όμως [[διακυβέρνηση]] από τον πρώτον άνδρα, <b>Θουκ.</b>)<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἔργον]] (ἐστί)» — δύσκολα [[είναι]] δυνατό να συμβεί ώστε... («[[ἔργον]] ἅμα πάντας ὀργισθῆναι καὶ ἁμαρτεῖν», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) «[[γίγνομαι]]» ή «[[εἰμί]] [[ἔργον]] τινός» — [[γίνομαι]] [[θύμα]] κάποιου, καταστρέφομαι από κάποιον («τῆς ὑμετέρας γέγονεν [[ἔργον]] ὀλιγωρίας», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[έργον]] (δωρ. <i>Fέργον</i>, ελεατ. <i>Fάργον</i>) προέρχεται από ΙE <i>werĝom</i> και απαντά [[επίσης]] στα αβεστ. <i>varc∂z∂m</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>werc</i>, αρχ. νορβ. <i>verk</i>. Η ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] που εμφανίζεται στο αρμ. <i>gorc</i> [[είναι]] [[υστερογενής]], ενώ στα [[σύνθετα]] του τύπου [[δαμιοργός]] (μυκην. <i>tokosowoko</i>) [[είναι]] αρχαία. Η [[λέξη]] ως α’ συνθετικό έχει τη [[μορφή]] <i>εργο</i>- σε μικρό σχετικά αριθμό συνθέτων (πρβλ. <i>εργόχειρον</i>, [[εργοτεχνίτης]], [[εργοφόρος]], [[εργοπόνος]] <b>κ.ά.</b>), ενώ ως β’ συνθετικό εμφανίζεται σε πολύ μεγάλο αριθμό συνθέτων με τις μορφές -<i>εργος</i>, -<i>οργος</i> (ή -<i>ουργος</i>), -<i>εργής</i>. Μερικά από αυτά [[είναι]] προσδιοριστικά ή κτητικά<br />πρβλ. [[αεργός]], [[ενεργός]], [[ευεργός]], <i>ημιεργός</i>, [[συνεργός]], [[αλλά]] και [[πάρεργος]], [[περίεργος]], με [[διαφορά]] στον τονισμό λόγω του ότι τα τελευταία απέκτησαν παθητική [[σημασία]] στο γλωσσικό [[αίσθημα]] τών ομιλητών. Σε ορισμένα κτητικά [[σύνθετα]] το α’ συνθετικό [[είναι]] [[επίθετο]] (πρβλ. [[αγαθοεργός]], [[κακοεργός]], [[κλυτοεργός]] <b>κ.ά.</b>), ενώ σε άλλα το -<i>εργος</i> παίζει ρόλο αντικειμένου (πρβλ. <i>αμβολιεργός</i>, <i>ανυσίεργος</i> <b>κ.ά.</b>). Η ύπαρξη συνθέτων με β’ συνθετικό -<i>Fοργός</i> οφείλεται στο [[γεγονός]] ότι η αρχική [[ρίζα]] <i>werĝ</i>- «[[κάνω]]» λειτούργησε και ως ρηματική [[ρίζα]] (πρβλ. [[έρδω]]) και παρήγαγε [[σύνθετα]] με β’ συνθετικό την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]]. Το ότι πρόκειται για αρχαία [[σύνθετα]] πιστοποιείται αφ’ ενός μεν από τη Μυκηναϊκή, όπου απαντούν [[σύνθετα]] με β’ συνθετικό -<i>woko</i> (πρβλ. <i>tokosowoko</i> = <i>τοξοFοργός</i>), αφ’ ετέρου δε από [[σύνθετα]] του τύπου [[γεωργός]], [[δαμιοργός]] (ιων., αρκ.) παράλληλα [[προς]] το ομηρ. [[δημιοεργός]]. Τα πολυπληθή [[σύνθετα]] σε -<i>ουργός</i>, που δηλώνουν [[κυρίως]] ονόματα τεχνιτών (πρβλ. <i>αγγειουργός</i>, [[ξυλουργός]], <i>ψηφιδουργός</i> <b>κ.ά.</b>) [[πρέπει]] να προήλθαν από β’ συνθετικό σε -<i>Fοργός</i>. Τέλος, απαντούν [[περίπου]] 40 [[σύνθετα]] σε -<i>εργής</i>, με παθητική [[σημασία]], από τα οποία τα περισσότερα [[είναι]] μεταγενέστερα. Η [[ποικιλία]] στη [[μορφή]] της λέξεως ως β’ συνθετικό και η [[συνύπαρξη]] τόσων διαφορετικών τύπων συνθέτων επέφερε [[σύγχυση]] [[κυρίως]] στον τονισμό. Στον Όμηρο όλα τα [[σύνθετα]] [[είναι]] οξύτονα σύμφωνα με το [[πρότυπο]] τών αρχαίων συνθέτων σε -<i>Fοργός</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εργάζομαι]], [[εργαλείο]](-<i>ν</i>), [[εργάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>εργάνη</i>, [[εργώδης]]<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β’ συνθετικό -<i>εργος</i>) [[άνεργος]], [[απερίεργος]], [[ενεργός]], [[πάρεργος]], [[περίεργος]], [[συνεργός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγαθοεργός]], [[αγλαοεργός]], [[αεργός]], [[αισυλοεργός]], <i>αλιεργός</i>, <i>αμβολιεργός</i>, [[αμηχανοεργός]], <i>αμπελοεργός</i>, <i>αμπλακοεργός</i>, [[αμφίεργος]], [[ανένεργος]], [[ανυσιεργός]], [[αξιοεργός]], [[άπεργος]], <i>αρματοεργός</i>, <i>αφθιτοεργός</i>, <i>βαναυσοεργός</i>, <i>γελωτοεργός</i>, [[δαιδαλοεργός]], [[δαμιεργός]], [[δημιοεργός]], [[δολοεργός]], [[δύσεργος]], [[εκάεργος]], [[εντεσιεργός]], <i>έπεργος</i>, <i>επίεργος</i>, [[ετωσιοεργός]], [[ευεργός]], [[ευξυλοεργός]], [[ηλιτοεργός]], [[ημίεργος]], [[θερμοεργός]], [[θρασυεργός]], [[ιεροεργός]], [[ιξοεργός]], [[καλλίεργος]], [[καλοεργός]], [[κάτεργος]], <i>κηπεργός</i>, [[κλυτοεργός]], [[κοινοεργός]], [[κωλυσιεργός]], [[λιθοεργός]], [[λυροεργός]], [[μελανοκιοεργός]], [[μίσεργος]], <i>μισοεργός</i>, [[μιτοεργός]], [[μουσοεργός]], [[νοσοεργός]], [[ξυλοεργός]], [[οβριμοεργός]], [[ολβιοεργός]], [[ολοεργός]], [[ομοεργός]], <i>ουραμοεργός</i>, [[παντοεργός]], [[παρασυνεργός]], [[πνευματοεργός]], [[ποικιλοεργός]], [[πολύεργος]], [[πρόσεργος]], [[σκοτοεργός]], [[σκυτοεργός]], [[σοροεργός]], [[σπούδεργος]], [[ταλαεργός]], [[ταχυεργός]], [[τυλοεργός]], <i>ύπεργος</i>, [[φίλεργος]], <i>φιλόεργος</i>, [[φιλοεργός]], [[φονοεργός]], [[φυτοεργός]], [[χαριεργός]], <i>χείρεργος</i>, <i>χειροεργός</i>, [[χρυσεργός]]. (Β’ συνθετικό -<i>ουργος</i>) [[αισχρουργός]], [[αμαξουργός]], [[αμπελουργός]], [[ανοσιουργός]], [[αυτουργός]], [[βαναυσουργός]] [[γενεσιουργός]], [[δερματουργός]], [[δημιουργός]], [[δραματουργός]], [[ελαιουργός]], [[εριουργός]], [[θαυματουργός]], [[θερμουργός]], [[ιερουργός]], [[κασσιτερουργός]], [[κεραμουργός]], [[λειτουργός]], [[λεπτουργός]], [[μαρμαρουργός]], [[μεγαλουργός]], [[μελισσουργός]], [[μεταλλουργός]], [[μηχανουργός]], [[μουσουργός]], [[ξυλουργός]], [[οπλουργός]], [[πεταλουργός]], [[πλαστουργός]], [[πλινθουργός]], [[σιδηρουργός]], [[συλλειτουργός]], [[τελεσιουργός]], [[τερατουργός]], [[τεχνουργός]], [[υαλουργός]], [[υπουργός]], [[υφαντουργός]], [[χαλκουργός]], [[χειρουργός]], [[χρωματουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αγαθουργός</i>, [[αγαλματουργός]], <i>αγγειουργός</i>, <i>αθεμιτουργός</i>, [[αιματουργός]], [[ακάκουργος]], [[αλουργός]], <i>αμπελιουργός</i>, <i>ανδριαντουργός</i>, [[ανθεμουργός]], <i>ανθεσιουργός</i>, <i>ανθρωπουργός</i>, [[απάνουργος]], <i>απατουργός</i>, <i>απλουργός</i>, <i>άπουργος</i>, <i>αργυρουργός</i>, [[αριστουργός]], <i>αριστοχειρουργός</i>, <i>αρραδιουργός</i>, <i>αρρενουργός</i>, [[αρρητουργός]], <i>αρτιουργός</i>, [[αρτουργός]], <i>ατιμουργός</i>, <i>αυτοελαιουργός</i>, <i>βαλσαμουργός</i>, <i>βαλαυστιουργός</i>, <i>βαυκοπανούργος</i>, [[βροτουργός]], [[βυσσουργός]], [[γαλακτουργός]], [[γελωτουργός]], [[γεννησιουργός]], [[δᾳδουργός]], [[δαιδαλουργός]], [[δακτυλιουργός]], [[δευτερουργός]], [[δημιουργός]], <i>δολουργός</i>, <i>δραστιουργός</i>, [[δρεπανουργός]], [[εθελουργός]], <i>εθελοκακούργος</i>, [[ειλαπινουργός]], <i>ειρουργός</i>, <i>ελαουργός</i>, <i>ελεουργός</i>, [[ελεφαντουργός]], [[επιγενεσιουργός]], <i>επιδημιουργός</i>, <i>ερεουργός</i>, <i>ερωτουργός</i>, <i>ευσεβουργός</i>, [[ζυμουργός]], [[ηλουργός]], [[ηπατουργός]], [[θαλασσουργός]], [[θεουργός]], [[θεμιτουργός]], <i>θυμιαματουργός</i>, [[θυσιουργός]], <i>ιεροζωμουργός</i>, [[ισουργός]], [[ιστουργός]], [[καθαρουργός]], <i>καθυπουργός</i>, [[καινουργός]], [[κακούργος]], <i>καναδιουργός</i>, [[κερατουργός]], [[κεφαλουργός]], <i>κηπουργός</i>, [[κικιουργός]], [[κλινουργός]], [[κοσμουργός]], <i>κουφοκεραμουργός</i>, [[κρανουργός]], [[κρεουργός]], [[κρηπιδουργός]], [[κτισματουργός]], [[λαθροκακούργος]], <i>λακανιοργός</i>, [[λαοργός]], [[λεουργός]], [[λευκουργός]], <i>λιθιουργός</i>, [[λιθουργός]], [[λιμουργός]], [[λιμνουργός]], [[λινουργός]], [[λιπουργός]], <i>λυκιουργός</i>, <i>λυχνουργός</i>, <i>μαινουργός</i>, [[ματαιουργός]], [[μαχαιρουργός]], [[μελανουργός]], [[μεγεθουργός]], [[μελιουργός]], [[μελουργός]], [[μισθουργός]], [[μοιχουργός]], [[μολιβουργός]], <i>μονοδαμιουργός</i>, [[μυλουργός]], [[ναουργός]], [[νεουργός]], [[νικουργός]], [[νοσουργός]], [[νυκτουργός]], [[ξιφουργός]], [[ξυρουργός]], [[οικουργός]], [[οισυουργός]], [[ομματουργός]], [[ονοματουργός]], [[οσιουργός]], [[παγκάκουργος]], [[παιδουργός]], [[παλαιουργός]], [[πανούργος]], [[πανσθενουργός]], [[παντουργός]], [[παραλουργός]], [[πεμματουργός]], [[περιουργός]], [[περιαλουργός]] [[πηλουργός]], [[πιθανουργός]], [[πισσουργός]], [[ποινουργός]], [[πρωτουργός]], <i>ραδιουργός</i>, [[σεμνοπανούργος]], [[σηματουργός]], [[σιδηρουργός]], [[σιτουργός]], <i>σκαιολιθουργός</i>, [[σκαιουργός]], [[σκανδαλουργός]], [[σκηνουργός]], [[σκληρουργός]], [[σμηνουργός]], [[σοφουργός]], [[σταιτουργός]], [[σταλουργός]], <i>στεμφλυλουργός</i>, [[στιππουργός]], [[στιππυουργός]], [[στοματουργός]], [[συγκακούργος]], [[συγχειρουργός]], <i>συμπαντουργός</i>, [[συμπλαστουργός]], [[συνδημιουργός]], [[συνιερουργός]], [[συνιστουργός]], [[συντομουργός]], [[σχεδιουργός]], [[σχοινουργός]], [[σωματουργός]], [[ταλασιουργός]], [[ταυτουργός]], <i>ταχουργός</i>, <i>τελειουργός</i>, [[τελετουργός]], <i>τηλουργός</i>, [[τριπάνουργος]], [[υελουργός]], [[υληουργός]], [[υλουργός]], [[υποδηματουργός]], [[υπολειτουργός]], [[φαρμακουργός]], [[φασγανουργός]], [[φαυλουργός]], [[φιλοκακούργος]], <i>φιλοκάλουργος</i>, <i>φιλουργός</i>, [[φλαυρουργός]], [[φονουργός]], [[φυσιουργός]], [[φυτουργός]], [[φωτουργός]], [[χαλινουργός]], [[χαλκωματουργός]], [[χασμαθυπουργός]], [[χλαμυδουργός]], [[χρονουργός]], [[χρυσουργός]], [[ψευδουργός]], <i>ψηφιδουργός</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγγειοπλαστουργός]], [[αδαμαντουργός]], <i>αναδημιουργός</i>, <i>βαμβακουργός</i>, <i>βαμβακοϋφαντουργός</i>, <i>εδενουργός</i>, [[ελασματουργός]], [[ελεφαντουργός]], [[επιπλουργός]], <i>εριοϋφαντουργός</i>, <i>ηλεκτρομηχανουργός</i>, [[καρδιοχειρουργός]], <i>κλωστοϋφαντουργός</i>, [[κρυσταλλουργός]], [[λευκοσιδηρουργός]], [[μεταξουργός]], <i>μεταξοϋφαντουργός</i>, [[μολυβδουργός]], [[νευροχειρουργός]], [[νηματουργός]], [[ορειχαλκουργός]], <i>πανυπουργός</i>, [[πρωθυπουργός]], [[πυροτεχνουργός]], [[συναυτουργός]], [[συρματουργός]], [[ταπητουργός]], [[ταχυδακτυλουργός]], <i>υπερυπουργός</i>, [[υφυπουργός]], [[χαλυβουργός]], [[χωματουργός]]. (Β’ συνθετικό -<i>εργής</i>) <b>αρχ.</b> [[αεργής]], [[αλιεργής]], [[ανενεργής]], <i>ανεργής</i>, <i>απεργής</i>, <i>αφιλεργής</i>, [[βαρυεργής]], [[δολοεργής]], [[δοροεργής]], [[δυσεργής]], [[ευεργής]], [[ευθυεργής]], [[ημιεργής]], [[ηριεργής]], [[κακοεργής]], [[καρικοεργής]], [[κοινοεργής]], [[λαεργής]], [[λιθοεργής]], [[λινεργής]], [[λινοεργής]], [[Λυκιοεργής]], [[λυκοεργής]], [[μυλοεργής]], [[ολιγοεργής]], [[ολοεργής]], [[ομοεργής]], [[παναεργής]], [[πολυεργής]], [[πυροεργής]], [[πορφυροεργής]], <i>Ρεινειοεργής</i>, [[συνενεργής]], [[συνεργής]], [[ταχυεργής]], [[χρυσεργής]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm