3,253,652
edits
mNo edit summary |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=καμπούρα, καμπούρικο και [[καμπούρικος]], καμπούρικη, καμπούρικο (Μ [[καμπούρης]], καμπούρα, καμπούρικο)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[καμπούρα]], [[εξόγκωμα]] στην [[πλάτη]], με τους ώμους γυρμένους, [[σκυφτός]], καμπουριασμένος, [[καμπουρωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δημώδης]] [[ονομασία]] του πτηνού που σε παλαιότερα ταξινομικά συστήματα ήταν γνωστό ως αιγολήθης ο [[ευρωπαϊκός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (γι' αυτούς που δυσαρεστούνται [[χωρίς]] λόγο) «δεν σέ είπαμε δα και καμπούρη, που μάς ξίνισες τη [[μούρη]]» — δεν είπαμε [[κάτι]] προσβλητικό ή υβριστικό για [[σένα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. τουρκ. <i>cambur</i> <span style="color: red;"><</span> ελλ. [[καμπύλος]]. | ||
}} | }} |