Anonymous

δυστυχία: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
mNo edit summary
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δυστῠχία:''' ἡ тж. pl. [[несчастная судьба]], [[несчастье]] Eur., Thuc., Xen., Plat., Arst., Plut.
|elrutext='''δυστῠχία:''' ἡ тж. pl. [[несчастная судьба]], [[несчастье]] Eur., Thuc., Xen., Plat., Arst., Plut.
}}
{{grml
|mltxt=και δυστυχιά, η (AM [[δυστυχία]])<br /><b>1.</b> [[ατυχία]], [[κακοτυχία]] («πολλὴν γ' ἐμοῦ κατέγνωκας δυστυχίαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[κατάσταση]] του δυστυχούς, [[συμφορά]], η [[δυστυχία]] τών προσφύγων («εἰ δυστυχίας ἀνδρῶν ὀδυροίμην»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δυστύχημα]] («τον βρήκαν πολλές δυστυχίες»)<br /><b>2.</b> οικονομική εξαθλίωση<br /><b>αρχ.</b><br />στρατιωτική [[καταστροφή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυστῠχία''': ἡ, κακὴ [[τύχη]], [[ἀτυχία]], Εὐρ. Βάκχ. 387 κ. ἀλλ., Θουκ. 6. 55, κτλ.
|lstext='''δυστῠχία''': ἡ, κακὴ [[τύχη]], [[ἀτυχία]], Εὐρ. Βάκχ. 387 κ. ἀλλ., Θουκ. 6. 55, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=και δυστυχιά, η (AM [[δυστυχία]])<br /><b>1.</b> [[ατυχία]], [[κακοτυχία]] («πολλὴν γ' ἐμοῦ κατέγνωκας δυστυχίαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[κατάσταση]] του δυστυχούς, [[συμφορά]], η [[δυστυχία]] τών προσφύγων («εἰ δυστυχίας ἀνδρῶν ὀδυροίμην»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δυστύχημα]] («τον βρήκαν πολλές δυστυχίες»)<br /><b>2.</b> οικονομική εξαθλίωση<br /><b>αρχ.</b><br />στρατιωτική [[καταστροφή]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυστῠχία:''' ἡ, κακή [[τύχη]], [[ατυχία]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''δυστῠχία:''' ἡ, κακή [[τύχη]], [[ατυχία]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δυστῠχία, ἡ, [from δυστῠχής]<br />ill [[luck]], ill [[fortune]], Eur., Thuc., etc.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized