Anonymous

φρονέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι"
m (Text replacement - "Rath" to "Rat")
m (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=[[φρονῶ]] :<br /><i>f.</i> φρονήσω, <i>ao.</i> ἐφρόνησα, <i>pf.</i> πεφρόνηκα;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> [[avoir la faculté de penser et de sentir]] ; vivre;<br /><b>2</b> [[être dans son bon sens]];<br /><b>3</b> penser : [[ᾗπερ]] δὴ [[φρονέω]] IL comme je pense ; τὸ φρονοῦν la partie pensante de l'homme, l'esprit ; οἱ φρονοῦντες les penseurs, les sages ; ὁ φρονῶν <i>c.</i> [[φρόνιμος]] ; [[εὖ]] φρονεῖν être avisé, prudent, avoir sa raison ; [[καλῶς]] φρ. SOPH avoir un bon jugement ; [[κακῶς]] φρ. OD avoir les mauvaises pensées (par derrière), <i>p. opp. à de bonnes paroles par devant</i> ; ἀμφὶς φρ. IL être de volonté différente ; φρ. [[ἰθύς]] IL penser <i>ou</i> tendre en avant;<br /><b>4</b> <i>abs.</i> être sensé, sage, prudent ; [[εἰ]] φρονῶν ἔπρασσον SOPH si je l'avais fait sciemment, avec connaissance de cause;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> [[avoir dans l'esprit]] : [[εὖ]] τινι φρ. être bien disposé pour qqn ; φίλα τινὶ φρ. EUR avoir de l'amitié pour qqn ; ἄριστά τινι φρ. AR avoir de très bons sentiments envers qqn ; ἀγαθὰ φρ. OD, τὰ ἄριστα φρ. THC avoir de bonnes dispositions, les meilleures dispositions à l'égard de qqn ; κακὰ φρ. OD, ὀλόα φρ. IL avoir de mauvais desseins, de funestes desseins ; φρ. εἰρηνικά PLUT, νεώτερα PLUT nourrir des pensées <i>ou</i> des désirs de paix, d'innovation, <i>etc.</i> ; [[τά]] τινος φρ. tenir pour qqn, être du parti de qqn ; <i>avec</i> [[εὖ]] : τὰ σὰ [[εὖ]] φρ. SOPH être bien disposé pour toi ; <i>au contr.</i> τὰ ἃ φρ. IL suivre sa fantaisie, son bon plaisir ; φρ. ἐλεητύν OD avoir des sentiments de commisération ; φρ. τὴν ἀληθηΐην HDT être sincère ; [[μέγα]] φρ. nourrir des pensées élevées, <i>ou en mauv. part</i> être fier, s'enorgueillir ; [[μέγα]] φρ. [[ἐπί]] τινι XÉN s'enorgueillir de qch ; [[μέγα]] φρ. ἐφ' ἑαυτοῖς XÉN avoir bonne opinion d'eux-mêmes ; [[μεῖζον]] φρ. SOPH avoir de trop hauts sentiments, être trop orgueilleux ; μέγιστον φρ. XÉN être très orgueilleux ; [[λίαν]] φρ. EUR avoir des sentiments d'orgueil ; [[μεῖον]] φρ. XÉN avoir des sentiments très humbles ; σόν τινι φρ. IL, τὰ αὐτά τινι φρ. HDT, τὸ [[αὐτό]] τινι φρ. HDT avoir les mêmes sentiments que qqn ; <i>avec une prép.</i> : πρός τι <i>ou</i> [[πρός]] τινα <i>ou</i> [[εἴς]] τινα φρ. avoir tels ou tels sentiments à l'égard de qch <i>ou</i> de qqn;<br /><b>2</b> songer à, projeter de, inf..<br />'''Étymologie:''' [[φρήν]].
|btext=[[φρονῶ]] :<br /><i>f.</i> φρονήσω, <i>ao.</i> ἐφρόνησα, <i>pf.</i> πεφρόνηκα;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> [[avoir la faculté de penser et de sentir]] ; vivre;<br /><b>2</b> [[être dans son bon sens]];<br /><b>3</b> penser : [[ᾗπερ]] δὴ [[φρονέω]] IL comme je pense ; τὸ φρονοῦν la partie pensante de l'homme, l'esprit ; οἱ φρονοῦντες les penseurs, les sages ; ὁ φρονῶν <i>c.</i> [[φρόνιμος]] ; [[εὖ]] φρονεῖν être avisé, prudent, avoir sa raison ; [[καλῶς]] φρ. SOPH avoir un bon jugement ; [[κακῶς]] φρ. OD avoir les mauvaises pensées (par derrière), <i>p. opp. à de bonnes paroles par devant</i> ; ἀμφὶς φρ. IL être de volonté différente ; φρ. [[ἰθύς]] IL penser <i>ou</i> tendre en avant;<br /><b>4</b> <i>abs.</i> être sensé, sage, prudent ; [[εἰ]] φρονῶν ἔπρασσον SOPH si je l'avais fait sciemment, avec connaissance de cause;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> [[avoir dans l'esprit]] : [[εὖ]] τινι φρ. être bien disposé pour qqn ; φίλα τινὶ φρ. EUR avoir de l'amitié pour qqn ; ἄριστά τινι φρ. AR avoir de très bons sentiments envers qqn ; ἀγαθὰ φρ. OD, τὰ ἄριστα φρ. THC avoir de bonnes dispositions, les meilleures dispositions à l'égard de qqn ; κακὰ φρ. OD, ὀλόα φρ. IL avoir de mauvais desseins, de funestes desseins ; φρ. εἰρηνικά PLUT, νεώτερα PLUT nourrir des pensées <i>ou</i> des désirs de paix, d'innovation, <i>etc.</i> ; [[τά]] τινος φρ. tenir pour qqn, être du parti de qqn ; <i>avec</i> [[εὖ]] : τὰ σὰ [[εὖ]] φρ. SOPH être bien disposé pour toi ; <i>au contr.</i> τὰ ἃ φρ. IL suivre sa fantaisie, son bon plaisir ; φρ. ἐλεητύν OD avoir des sentiments de commisération ; φρ. τὴν ἀληθηΐην HDT être sincère ; [[μέγα]] φρ. nourrir des pensées élevées, <i>ou en mauv. part</i> être fier, s'enorgueillir ; [[μέγα]] φρ. ἐπί τινι XÉN s'enorgueillir de qch ; [[μέγα]] φρ. ἐφ' ἑαυτοῖς XÉN avoir bonne opinion d'eux-mêmes ; [[μεῖζον]] φρ. SOPH avoir de trop hauts sentiments, être trop orgueilleux ; μέγιστον φρ. XÉN être très orgueilleux ; [[λίαν]] φρ. EUR avoir des sentiments d'orgueil ; [[μεῖον]] φρ. XÉN avoir des sentiments très humbles ; σόν τινι φρ. IL, τὰ αὐτά τινι φρ. HDT, τὸ [[αὐτό]] τινι φρ. HDT avoir les mêmes sentiments que qqn ; <i>avec une prép.</i> : πρός τι <i>ou</i> [[πρός]] τινα <i>ou</i> [[εἴς]] τινα φρ. avoir tels ou tels sentiments à l'égard de qch <i>ou</i> de qqn;<br /><b>2</b> songer à, projeter de, inf..<br />'''Étymologie:''' [[φρήν]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φρονέω:''' Επικ. γʹ ενικ. υποτ. <i>φρονέῃσι</i>· Επικ. προστ. <i>φρόνεον</i>· μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐφρόνησα</i> ([[φρήν]])·<br /><b class="num">I.</b> [[σκέφτομαι]], έχω [[κατανόηση]], είμαι [[φρόνιμος]], [[σοφός]], [[συνετός]], <i>ἄριστοι μάχεσθαί τε φρονέειν τε</i>, και στα [[δύο]] καλύτεροι, και στη [[μάχη]] και στη [[σύνεση]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τὸ μὴ φρονοῦν</i>, λέγεται για [[νήπιο]], σε Αισχύλ.· <i>οἱ φρονοῦντες</i>, οι σοφοί, σε Σοφ.· <i>τὸ φρονεῖν</i>, = [[φρόνησις]], [[σοφία]], [[κατανόηση]], στον ίδ.· με επίρρ., <i>εὖ φρονεῖν</i>, σε Ηρόδ., Τραγ.· [[καλῶς]] φρονεῖν, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[σκέφτομαι]] με έναν συγκεκριμένο τρόπο, έχω κατά νου, [[σκοπεύω]], [[μελετώ]], με απαρ., σε Ομήρ. Ιλ.· <i>φρόνεον</i> ([[ἰέναι]]), είχαν κατά νου να προχωρήσουν προς τα [[εμπρός]], στο ίδ.· απόλ., <i>φρονῶν ἔπρασσον</i>, Λατ. [[prudens]] faciebam, με [[σύνεση]], σε Σοφ.· [[τοῦτο]] φρονεῖ ἡ ἀγωγὴ [[ἡμῶν]], αυτό μας υποδεικνύει η [[ανατροφή]] μας, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με ουδ. επίθ., [[φρονέω]] τινί τι, έχω κάποιες σκέψεις σχετικά μ' αυτόν, <i>πατρὶ φίλα φρονέων</i>, έχω [[καλή]] [[διάθεση]] [[απέναντι]] σ' αυτόν, σε Όμηρ.· ομοίως, <i>κακὰ φρονέουσι ἀλλήλοισιν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως με επίρρ., <i>εὖ φρονεῖν τινι</i>, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[χωρίς]] δοτ., <i>ἀγαθὰ</i> ή κακὰ [[φρονέω]], σε Όμηρ.· <i>πυκνὰ</i> ή πυκινὰ [[φρονέω]], έχω σοφές σκέψεις, είμαι [[έξυπνος]] στις σκέψεις, σε Ομήρ. Οδ.· ἐφημέρια [[φρονέω]], [[σκέφτομαι]] μόνο την [[ημέρα]] που πέρασε, στο ίδ.· θνητὰ [[φρονέω]], σε Ευρ.· τυραννικὰ [[φρονέω]], έχω τυραννικές σκέψεις, σε Αριστοφ.· ἀρχαϊκὰ [[φρονέω]], έχω παλιομοδίτικες απόψεις, στον ίδ.· [[ιδίως]] <i>μέγαφρονεῖν</i>, είμαι [[υψηλόφρων]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· με αρνητική [[σημασία]], είμαι [[αλαζόνας]], έχω μεγάλες ιδέες, [[υπερηφανεύομαι]] για τον εαυτό μου, [[ἐπί]] τινι, για ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ἐφ' ἑαυτῷ [[μέγα]] [[φρονέω]], σε Θουκ·. [[φρονέω]] [[μεῖζον]] ἢ κατ' ἄνδρα, έχω [[πολύ]] υψηλές σκέψεις για κάποιον, σε Σοφ.· σμικρὸν [[φρονέω]], έχω χαμηλό [[φρόνημα]], ταπεινό [[πνεύμα]], στον ίδ.· [[ἧσσον]], [[ἔλασσον]], [[φρονέω]], σε Ευρ. κ.λπ.· οὐ σμικρὸν [[φρονέω]] ἔς τινα, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> <i>τά τινος φρονεῖν</i>, είμαι της γνώμης κάποιου, με το [[μέρος]] του, [[παίρνω]] το [[μέρος]] του, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>φρονεῖν τὰ Βρασίδου</i>, σε Αριστοφ.· ομοίως [[ἶσον]] ἐμοὶ φρονέουσα, σκέφτεται όπως εγώ, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τὠυτὸ</i> ή <i>κατὰ τὠυτὸ φρονεῖν</i>, έχουν την [[ίδια]] [[γνώμη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> έχω ένα [[πράγμα]] στο [[μυαλό]] μου, [[σκέφτομαι]], [[φροντίζω]] ένα [[πράγμα]], σε Ομήρ. Οδ., Αισχίν. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b> ζω έχοντας τα λογικά μου, έχω τις αισθήσεις μου, είμαι [[ζωντανός]], [[ἔτι]] φρονέοντα αντί [[ἔτι]] ζῶντα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν τῷ φρονεῖν γὰρ μηδὲν ἤδιστος [[βίος]], σε Σοφ.· επίσης, είμαι στη [[σκέψη]] κάποιου, στον ίδ.· <i>φρονῶν οὐδὲν φρονεῖς</i>, παρόλο που έχεις τα λογικά [[σου]], δεν είσαι [[φρόνιμος]] ([[συνετός]]), σε Ευρ.
|lsmtext='''φρονέω:''' Επικ. γʹ ενικ. υποτ. <i>φρονέῃσι</i>· Επικ. προστ. <i>φρόνεον</i>· μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐφρόνησα</i> ([[φρήν]])·<br /><b class="num">I.</b> [[σκέφτομαι]], έχω [[κατανόηση]], είμαι [[φρόνιμος]], [[σοφός]], [[συνετός]], <i>ἄριστοι μάχεσθαί τε φρονέειν τε</i>, και στα [[δύο]] καλύτεροι, και στη [[μάχη]] και στη [[σύνεση]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τὸ μὴ φρονοῦν</i>, λέγεται για [[νήπιο]], σε Αισχύλ.· <i>οἱ φρονοῦντες</i>, οι σοφοί, σε Σοφ.· <i>τὸ φρονεῖν</i>, = [[φρόνησις]], [[σοφία]], [[κατανόηση]], στον ίδ.· με επίρρ., <i>εὖ φρονεῖν</i>, σε Ηρόδ., Τραγ.· [[καλῶς]] φρονεῖν, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[σκέφτομαι]] με έναν συγκεκριμένο τρόπο, έχω κατά νου, [[σκοπεύω]], [[μελετώ]], με απαρ., σε Ομήρ. Ιλ.· <i>φρόνεον</i> ([[ἰέναι]]), είχαν κατά νου να προχωρήσουν προς τα [[εμπρός]], στο ίδ.· απόλ., <i>φρονῶν ἔπρασσον</i>, Λατ. [[prudens]] faciebam, με [[σύνεση]], σε Σοφ.· [[τοῦτο]] φρονεῖ ἡ ἀγωγὴ [[ἡμῶν]], αυτό μας υποδεικνύει η [[ανατροφή]] μας, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με ουδ. επίθ., [[φρονέω]] τινί τι, έχω κάποιες σκέψεις σχετικά μ' αυτόν, <i>πατρὶ φίλα φρονέων</i>, έχω [[καλή]] [[διάθεση]] [[απέναντι]] σ' αυτόν, σε Όμηρ.· ομοίως, <i>κακὰ φρονέουσι ἀλλήλοισιν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως με επίρρ., <i>εὖ φρονεῖν τινι</i>, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[χωρίς]] δοτ., <i>ἀγαθὰ</i> ή κακὰ [[φρονέω]], σε Όμηρ.· <i>πυκνὰ</i> ή πυκινὰ [[φρονέω]], έχω σοφές σκέψεις, είμαι [[έξυπνος]] στις σκέψεις, σε Ομήρ. Οδ.· ἐφημέρια [[φρονέω]], [[σκέφτομαι]] μόνο την [[ημέρα]] που πέρασε, στο ίδ.· θνητὰ [[φρονέω]], σε Ευρ.· τυραννικὰ [[φρονέω]], έχω τυραννικές σκέψεις, σε Αριστοφ.· ἀρχαϊκὰ [[φρονέω]], έχω παλιομοδίτικες απόψεις, στον ίδ.· [[ιδίως]] <i>μέγαφρονεῖν</i>, είμαι [[υψηλόφρων]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· με αρνητική [[σημασία]], είμαι [[αλαζόνας]], έχω μεγάλες ιδέες, [[υπερηφανεύομαι]] για τον εαυτό μου, ἐπί τινι, για ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ἐφ' ἑαυτῷ [[μέγα]] [[φρονέω]], σε Θουκ·. [[φρονέω]] [[μεῖζον]] ἢ κατ' ἄνδρα, έχω [[πολύ]] υψηλές σκέψεις για κάποιον, σε Σοφ.· σμικρὸν [[φρονέω]], έχω χαμηλό [[φρόνημα]], ταπεινό [[πνεύμα]], στον ίδ.· [[ἧσσον]], [[ἔλασσον]], [[φρονέω]], σε Ευρ. κ.λπ.· οὐ σμικρὸν [[φρονέω]] ἔς τινα, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> <i>τά τινος φρονεῖν</i>, είμαι της γνώμης κάποιου, με το [[μέρος]] του, [[παίρνω]] το [[μέρος]] του, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>φρονεῖν τὰ Βρασίδου</i>, σε Αριστοφ.· ομοίως [[ἶσον]] ἐμοὶ φρονέουσα, σκέφτεται όπως εγώ, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τὠυτὸ</i> ή <i>κατὰ τὠυτὸ φρονεῖν</i>, έχουν την [[ίδια]] [[γνώμη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> έχω ένα [[πράγμα]] στο [[μυαλό]] μου, [[σκέφτομαι]], [[φροντίζω]] ένα [[πράγμα]], σε Ομήρ. Οδ., Αισχίν. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b> ζω έχοντας τα λογικά μου, έχω τις αισθήσεις μου, είμαι [[ζωντανός]], [[ἔτι]] φρονέοντα αντί [[ἔτι]] ζῶντα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν τῷ φρονεῖν γὰρ μηδὲν ἤδιστος [[βίος]], σε Σοφ.· επίσης, είμαι στη [[σκέψη]] κάποιου, στον ίδ.· <i>φρονῶν οὐδὲν φρονεῖς</i>, παρόλο που έχεις τα λογικά [[σου]], δεν είσαι [[φρόνιμος]] ([[συνετός]]), σε Ευρ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj