Anonymous

ἀθυμέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι"
mNo edit summary
m (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀθῡμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἄθυμος]]), αποθαρρύνομαι, χάνω το [[θάρρος]] μου, κυριεύομαι από [[αθυμία]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τινί</i>, για [[κάτι]] ή προς [[κάτι]], σε Σοφ.· [[ἐπί]] τινι, <i>εἴς τι</i>, [[πρός]] τι, σε Αττ. πεζό λόγο (Ισοκρ., Πλάτ., Θουκ.)· ακολουθ. από αναφορ. [[λέξη]], είμαι έντονα φοβισμένος· <i>ἀθυμῶ δ' εἰ φανήσομαι</i>, σε Σοφ.· [[δεινῶς]] ἀθυμῶ μὴ βλέπων ὁ [[μάντις]] ᾖ, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀθῡμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἄθυμος]]), αποθαρρύνομαι, χάνω το [[θάρρος]] μου, κυριεύομαι από [[αθυμία]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τινί</i>, για [[κάτι]] ή προς [[κάτι]], σε Σοφ.· ἐπί τινι, <i>εἴς τι</i>, [[πρός]] τι, σε Αττ. πεζό λόγο (Ισοκρ., Πλάτ., Θουκ.)· ακολουθ. από αναφορ. [[λέξη]], είμαι έντονα φοβισμένος· <i>ἀθυμῶ δ' εἰ φανήσομαι</i>, σε Σοφ.· [[δεινῶς]] ἀθυμῶ μὴ βλέπων ὁ [[μάντις]] ᾖ, στον ίδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj