Anonymous

ψέγω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι"
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
m (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ψέξω, <i>ao.</i> ἔψεξα, <i>pf. inus. ; pf. Pass.</i> ἔψεγμαι;<br />blâmer : τινά, qqn ; τι, qch ; τινα [[ἐπί]] τινι, blâmer qqn de qch ; τινί τι, reprocher qch à qqn ; ψ. τινά τι, <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
|btext=<i>f.</i> ψέξω, <i>ao.</i> ἔψεξα, <i>pf. inus. ; pf. Pass.</i> ἔψεγμαι;<br />blâmer : τινά, qqn ; τι, qch ; τινα ἐπί τινι, blâmer qqn de qch ; τινί τι, reprocher qch à qqn ; ψ. τινά τι, <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψέγω:''' μέλ. <i>ψέξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔψεξα</i>, [[κατηγορώ]], [[επικρίνω]] κάποιον, [[μέμφομαι]], <i>τινά</i>, σε Θέογν. κ.λπ.· [[ψέγω]] τινὰ [[περί]] τινος, [[κατηγορώ]] κάποιον για [[κάτι]], σε Πλάτ.· [[διά]] τι, στον ίδ.· [[ἐπί]] τινι, σε Ξεν.· επίσης, με σύστ. αιτ., σε Σοφ.· <i>ἃψέγομεν τὸν Ἔρωτα</i>, σε Πλάτ. — Παθ., ἡ [[ἐπιείκεια]] οὐ ψέγεται, δεν κατακρίνεται, σε Θουκ.
|lsmtext='''ψέγω:''' μέλ. <i>ψέξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔψεξα</i>, [[κατηγορώ]], [[επικρίνω]] κάποιον, [[μέμφομαι]], <i>τινά</i>, σε Θέογν. κ.λπ.· [[ψέγω]] τινὰ [[περί]] τινος, [[κατηγορώ]] κάποιον για [[κάτι]], σε Πλάτ.· [[διά]] τι, στον ίδ.· ἐπί τινι, σε Ξεν.· επίσης, με σύστ. αιτ., σε Σοφ.· <i>ἃψέγομεν τὸν Ἔρωτα</i>, σε Πλάτ. — Παθ., ἡ [[ἐπιείκεια]] οὐ ψέγεται, δεν κατακρίνεται, σε Θουκ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj