3,274,425
edits
m (Text replacement - "erathen" to "eraten") |
m (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ἐκπλήξω, <i>ao.</i> ἐξέπληξα;<br /><i>Pass. f.</i> ἐκπλαγήσομαι, <i>ao.2</i> ἐξεπλήγην <i>ou plus us.</i> ἐξεπλάγην, <i>pf.</i> ἐκπέπληγμαι;<br />abattre en frappant <i>en parl. de la foudre ; fig.</i> frapper de stupeur, d'admiration, de crainte ; ἡ [[τέρψις]] τὸ λυπηρὸν ἐκπλήττει THC l'amusement étourdit le chagrin ; [[φόβος]] μνήμην ἐκπλήττει THC la crainte étonne <i>ou</i> trouble la mémoire ; <i>Pass.</i> ἐκπλαγῆναι φρένας ESCHL avoir l'esprit frappé, étonné, troublé ; <i>abs.</i> ἐκπλήττεσθαί <i>ou</i> ἐκπλαγῆναι τινι, | |btext=<i>f.</i> ἐκπλήξω, <i>ao.</i> ἐξέπληξα;<br /><i>Pass. f.</i> ἐκπλαγήσομαι, <i>ao.2</i> ἐξεπλήγην <i>ou plus us.</i> ἐξεπλάγην, <i>pf.</i> ἐκπέπληγμαι;<br />abattre en frappant <i>en parl. de la foudre ; fig.</i> frapper de stupeur, d'admiration, de crainte ; ἡ [[τέρψις]] τὸ λυπηρὸν ἐκπλήττει THC l'amusement étourdit le chagrin ; [[φόβος]] μνήμην ἐκπλήττει THC la crainte étonne <i>ou</i> trouble la mémoire ; <i>Pass.</i> ἐκπλαγῆναι φρένας ESCHL avoir l'esprit frappé, étonné, troublé ; <i>abs.</i> ἐκπλήττεσθαί <i>ou</i> ἐκπλαγῆναι τινι, ἐπί τινι, [[ὑπό]] τινος, τι, [[διά]] τι, πρός τι être étonné, troublé <i>ou</i> effrayé de qch ; ἐκπλαγῆναί τινα SOPH être frappé de terreur à la vue <i>ou</i> à la pensée de qqn ; <i>abs.</i> ἐκπεπληγμένον κεῖνον βλέποντες SOPH le voyant épouvanté.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πλήσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκπλήσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[χτυπώ]] προς τα έξω, [[βγάζω]] με χτυπήματα, [[εκδιώκω]], σε Αισχύλ.· απόλ., [[διώχνω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του, [[καταπλήσσω]], [[ξαφνιάζω]], [[σαστίζω]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· [[συχνά]] στον Παθ. αόρ. βʹ, Επικ. <i>ἐξεπλήγην</i>, Αττ. [[ἐξεπλάγην]] [ᾰ], αόρ. αʹ <i>ἐξεπλήχθην</i>, παρακ. <i>ἐκπέπληγμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[τρομάζω]], εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· <i>ἐκπλαγῆναί τινι</i>, ξαφνιάζομαι, καταπλήσσομαι, σε Ηρόδ., ομοίως και [[διά]] τι, | |lsmtext='''ἐκπλήσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[χτυπώ]] προς τα έξω, [[βγάζω]] με χτυπήματα, [[εκδιώκω]], σε Αισχύλ.· απόλ., [[διώχνω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του, [[καταπλήσσω]], [[ξαφνιάζω]], [[σαστίζω]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· [[συχνά]] στον Παθ. αόρ. βʹ, Επικ. <i>ἐξεπλήγην</i>, Αττ. [[ἐξεπλάγην]] [ᾰ], αόρ. αʹ <i>ἐξεπλήχθην</i>, παρακ. <i>ἐκπέπληγμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[τρομάζω]], εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· <i>ἐκπλαγῆναί τινι</i>, ξαφνιάζομαι, καταπλήσσομαι, σε Ηρόδ., ομοίως και [[διά]] τι, ἐπί τινι κ.λπ.· <i>ἐκπλαγῆναί τινα</i>, καταλαμβάνομαι από [[πανικό]] φοβούμενος..., σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, λέγεται για ξαφνικό, αιφνίδιο [[πάθος]], [[χτυπιέμαι]], πλήττομαι, σε Αισχύλ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |