Anonymous

δύσμηνις: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσμηνις:''' δύσμηνι, εξοργισμένος, θυμωμένος, σε Ανθ.
|lsmtext='''δύσμηνις:''' δύσμηνι, εξοργισμένος, θυμωμένος, σε Ανθ.
}}
{{trml
|trtx====[[wrathful]]===
French: [[courroucé]]; Georgian: მრისხანე, შმაგი; German: [[zornig]], [[erzürnt]]; Greek: [[έξαλλος]], [[εξοργισμένος]], [[έξω φρενών]], [[οργισμένος]]; Ancient Greek: [[ἀποργής]], [[ἀρισκυδής]], [[βαρύκοτος]], [[βαρυμάνιος]], [[βαρυμήνιος]], [[βαρύμηνις]], [[δύσμηνις]], [[ἐπίκοτος]], [[θυμοπληθής]], [[κοτήεις]], [[μηνιτής]], [[περίθυμος]], [[περιοργής]], [[ὑπέρχολος]], [[χολωτός]]; Manx: corree, jymmoosagh, fargagh; Norwegian: olm; Polish: gniewny; Russian: [[гневный]], [[разгневанный]], [[рассерженный]]; Spanish: [[furioso]]
}}
}}