δύσμηνις
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
English (LSJ)
δύσμηνι, wrathful, θεός Poll.1.39; χόλος AP9.69 (Parmenion).
Spanish (DGE)
-δύσμηνι
• Morfología: [gen. -ιδος]
1 colérico θεός Poll.1.39, de pers., Ptol.Tetr.3.14.14, χόλος AP 9.69 (Parmen.).
2 hostil Hsch.
German (Pape)
[Seite 684] ιος, heftig grollend; χόλος Parm. 7 (IX, 69); θεός Poll. 1, 39.
French (Bailly abrégé)
ις, δύσμηνι ; gén. ιος;
malveillant, haineux.
Étymologie: δυσ-, μῆνις.
Russian (Dvoretsky)
δύσμηνις: δύσμηνι, gen. -ιος сердитый, гневный: δ. χόλος Anth. желчная злоба.
Greek (Liddell-Scott)
δύσμηνις: δύσμηνι, πλήρης ὀργῆς, βαρύμηνις, θεὸς Πολυδ. Α΄, 39· χόλος Ἀνθ. Π. 9. 69.
Greek Monolingual
δύσμηνις, δύσμηνι (Α)
γεμάτος οργή.
Greek Monotonic
δύσμηνις: δύσμηνι, εξοργισμένος, θυμωμένος, σε Ανθ.
Translations
wrathful
French: courroucé; Georgian: მრისხანე, შმაგი; German: zornig, erzürnt; Greek: έξαλλος, εξοργισμένος, έξω φρενών, οργισμένος; Ancient Greek: ἀποργής, ἀρισκυδής, βαρύκοτος, βαρυμάνιος, βαρυμήνιος, βαρύμηνις, δύσμηνις, ἐπίκοτος, θυμοπληθής, κοτήεις, μηνιτής, περίθυμος, περιοργής, ὑπέρχολος, χολωτός; Manx: corree, jymmoosagh, fargagh; Norwegian: olm; Polish: gniewny; Russian: гневный, разгневанный, рассерженный; Spanish: furioso