Anonymous

ἑτοιμότης: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἑτοιμότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1</b> [[состояние готовности]], [[готовность]] (πρός τι Dem., Plut.): τῶν λόγων ἑ. Plut. легкость (бойкость) речи;<br /><b class="num">2</b> [[расположенность]], [[охота]], [[склонность]], Plut.
|elrutext='''ἑτοιμότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1</b> [[состояние готовности]], [[готовность]] (πρός τι Dem., Plut.): τῶν λόγων ἑ. Plut. легкость (бойкость) речи;<br /><b class="num">2</b> [[расположенность]], [[охота]], [[склонность]], Plut.
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ἑτοιμότης]]) [[έτοιμος]]<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάποιος]] προετοιμασμένος, [[έτοιμος]] για [[κάτι]] («[[ετοιμότητα]] πολέμου»)<br /><b>2.</b> η [[ευχέρεια]] στη [[διατύπωση]] νοημάτων, το να μιλάει [[κάποιος]] με [[ευχέρεια]] και [[γρήγορα]], η [[ετοιμολογία]], η [[ευστροφία]] του πνεύματος («έχει [[ετοιμότητα]] στις απαντήσεις του»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για λόγο) [[προχειρότητα]] («ἀποδοκιμάζει τῶν λόγων τὴν ἑτοιμότητα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλίση]], [[προδιάθεση]], [[τάση]], [[ροπή]] («δύο ταύτας ἑτοιμότητας ἔχειν ἀεὶ δεῖ<br />τὴν μέν, πρὸς τὸ πρᾱξαι μόνον..., τὴν δέ, πρὸς τὸ μεταθέσθαι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[επιθυμία]] («[[ἑτοιμότης]] κτήσεως»).
}}
}}
{{ls
{{ls