Anonymous

ἀνοικοδομέω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνοικοδομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χτίζω]], [[ανοικοδομώ]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[περιτειχίζω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[χτίζω]] εκ νέου, επανοικοδομώ, σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''ἀνοικοδομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χτίζω]], [[ανοικοδομώ]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[περιτειχίζω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[χτίζω]] εκ νέου, επανοικοδομώ, σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{grml
|mltxt=(AM ἀνοικοδομῶ, [[ἀνοικοδομέω]])<br /><b>1.</b> [[χτίζω]], [[υψώνω]], [[ανεγείρω]]<br /><b>2.</b> [[ξαναχτίζω]], [[επισκευάζω]], επανοικοδομώ<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φράζω]] [[κάτι]] χτίζοντας τοίχο<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> εξυψώνομαι.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj