ἀνοικοδομέω

English (LSJ)

A build up, τὰ χείλεα τοῦ ποταμοῦ.. ἀνοικοδόμηδε πλίνθοισι Hdt.1.186.
2 wall up, λαύρας καιναῖς πλίνθοισιν ἀ. Ar.Pax100; θύραν Lycurg.128; πύλας dub.l. in D.S.11.21 (in this sense ἀποικ- is a frequent v.l.).
II build again, rebuild, πόλιν καὶ τείχη Th.1.89, cf. Jusj. ap. Lycurg.81, X.HG4.4.19, etc.; ἀ. χώραν occupy again with buildings, D.S.15.66:—Pass., metaph., to be exalted, LXX Ma.3.15.

Spanish (DGE)

I 1construir c. πλίνθοισι enladrillar τὰ χείλεα τοῦ ποταμοῦ ... ἀνοικοδόμησε πλίνθοισι Hdt.1.186, τὰς λαύρας καιναῖς πλίνθοισι Ar.Pax 100 (ap. crít.).
2 vallar θύραν Lycurg.128
emparedar ἑαυτόν Pall.H.Laus.35.1
construir ἐν τῇ αὐλῇ PLond.887.3 (III a.C.), cf. PPetr.1.26.10 (III a.C.), BGU 313.1 (biz.)
erigir una estela SB 10181.4, τὴν πύλην Gerasa 273 (V d.C.).
II 1reconstruir c. ac. τὴν πόλιν ... καὶ τὰ τείχη Th.1.89, τὰ ἀνοικοδομηθέντα ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων τείχη X.HG 4.4.19, cf. IG 22.1225.12 (III a.C.), τῶν ἱερῶν ... οὐδὲν ἀνοικοδομήσω juram. en Lycurg.81, τὸ ἱερόν IPh.11.2 (II a.C.)
de ahí ἀ. χώραν volver a construir edificaciones en la región D.S.15.66
abs. ἀ. ἐκ θεμελίου reconstruir desde los cimientos, PMerton 108.13 (I d.C.).
2 en v. med. prosperar ἀνοικοδομοῦνται πάντες ποιοῦντες ἄνομα LXX Ma.3.15.

French (Bailly abrégé)

ἀνοικοδομῶ :
1 fortifier, barricader;
2 reconstruire, rebâtir, relever.
Étymologie: ἀνά, οἰκοδομέω.

German (Pape)

1 wieder aufbauen, herstellen, τείχη Xen. Hell. 4.4.19; Plut. Cam. 31, wie DS. 11.39; χώραν 15.66; überhaupt aufbauen, Her. 1.186,
2 vermauern, λαύρας πλίνθοις Ar. Pax 100, nach der Erkl. des Schol.; Andere nehmen es auch hier wie in 1); DS. 11.21; Plut. Caes. 24, obwohl dort die Lesart zweifelhaft und ἀποικοδομέω richtiger scheint. So hat Mätzner Lycurg. 128 ἀποικοδ. für ἀνοικοδ. geschrieben.

Russian (Dvoretsky)

ἀνοικοδομέω:
1 отстраивать, восстанавливать (τείχη Thuc., Xen.; πόλιν Plut.);
2 застраивать, блокировать (τὰς πόλας Plut.);
3 вновь застраивать (χώραν Diod.);
4 обкладывать, мостить (τὰ χείλεα τοῦ ποταμοῦ πλίνθοισιν Her.; λαύρας πλίνθοισι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοικοδομέω: μέλλ. -ήσω, ἀνοικοδομῶ, κτίζω, τὰς καταβάσιας τὰς ἐκ τῶν πυλίδων ἐς τὸν ποταμὸν φερούσας ἀνοικοδόμησε πλίνθοισι Ἡρόδ. 1. 186. 2) φράττω διὰ τοίχου, τούς τε κοπρῶνας καὶ τὰς λαύρας καιναῖς πλίνθοισιν ἀνοικοδομεῖν, «ἀποφράξαι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Εἰρ. 100, πρβλ. Λυκοῦργ. 166. 8· πύλας Διόδ. 11. 21 (ἐν τῇ τοιαύτῃ σημασίᾳ εὕρηται συχνάκις ἀποικ- ὡς διάφορος γραφή). ΙΙ. οἰκοδομῶ ἐκ νέου, κτίζω πάλιν, πόλιν καὶ τείχη Θουκ. 1. 89, πρβλ. παρὰ Λυκούργ. 158. 7, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 19, κτλ., καὶ τὴν χώραν ἀνοικοδομήσας, καὶ ἀνεγείρας οἰκοδομὰς ἐν τῇ χώρᾳ, Διόδ. 15. 66: - Παθ., μεταφ., ἐξυψοῦμαι, «καὶ νῦν ἡμεῖς μακαρίζομεν ἐναντίους καὶ ἀνοικοδομοῦνται πάντες ποιοῦντες ὄνομα» Ἑβδ. (Μαλαχ. γ΄, 15).

English (Strong)

from ἀνά and οἰκοδομέω; to rebuild: build again.

English (Thayer)

ἀνοικοδόμω: future ἀνοικοδομήσω; to build again (Vulg. reaedifico): Thucydides 1,89, 3); Diodorus 11,39; Plutarch, Themistius, 19; Cam. 31; Herodian, 8,2, 12 (5, Bekker edition).)

Greek Monotonic

ἀνοικοδομέω: μέλ. -ήσω,
I. 1. χτίζω, ανοικοδομώ, σε Ηρόδ.
2. περιτειχίζω, σε Αριστοφ.
II. χτίζω εκ νέου, επανοικοδομώ, σε Θουκ., Ξεν.

Greek Monolingual

(AM ἀνοικοδομῶ, ἀνοικοδομέω)
1. χτίζω, υψώνω, ανεγείρω
2. ξαναχτίζω, επισκευάζω, επανοικοδομώ
αρχ.
1. φράζω κάτι χτίζοντας τοίχο
2. μέσ. εξυψώνομαι.

Middle Liddell

I. to build up, Hdt.
2. to wall up, Ar.
II. to build again, rebuild, Thuc., Xen.

Chinese

原文音譯:¢noikodomšw 安-哀可-多姆哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向上-家-建造
字義溯源:重新建造;由(ἀνά)*=上)與(οἰκοδομέω / οἰκοδόμος)=匠人)組成;而 (οἰκοδομέω / οἰκοδόμος)出自(οἰκοδομή)=建築), (οἰκοδομή)又由(οἶκος)*=住處)與(δῶμα)=廈)組成,其中 (δῶμα)出自(δελεάζω)Z*=建造)
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編
1) 我要⋯重新建造(1) 徒15:16;
2) 重新建造(1) 徒15:16

Lexicon Thucydideum

restituere (muros), to rebuild (walls), 1.89.3, 8.16.3.

Translations

rebuild

Azerbaijani: bərpa etmək; Catalan: reconstruir; Chinese Mandarin: 重建, 再建, 改筑; Dutch: heropbouwen, wederopbouwen; Esperanto: rekonstrui; Finnish: jälleenrakentaa, rakentaa uudelleen; French: reconstruire; German: wiederaufbauen, umbauen; Greek: ξαναχτίζω, ανοικοδομώ; Ancient Greek: ἀνάγω, ἀναδομέω, ἀναδομῶ, ἀνακτίζω, ἀναπλάσσω, ἀναπλάττω, ἀνασκευάζω, ἀνατειχίζω, ἀνιστάναι, ἀνοικίζω, ἀνοικοδομεῖν, ἀνοικοδομέω, ἀνοικοδομῶ, ἀνορθοῦν, ἀνορθόω, ἀποικοδομέω, ἀποικοδομῶ, ἐξανακτίζω, ἐποικοδομέω, ἐποικοδομῶ, ὀρθόω; Indonesian: membangun ulang; Irish: atóg; Italian: ricostruire; Japanese: 建て直す, 再建する; Korean: 재건하다; Latin: restauro; Norman: r'bâti; Polish: odbudowywać, odbudować; Portuguese: reconstruir; Russian: перестраивать, перестроить; Spanish: reconstruir; Swedish: återuppbygga, rekonstruera; Vietnamese: xây lại, xây dựng lại