κόρος: Difference between revisions
From LSJ
m
Text replacement - "ἦδος, κόρος, πληθώρα" to "ἔμπλησμα, διακορία, ἦδος, κόρος, πληθώρα"
lsj>Spiros |
|||
Line 60: | Line 60: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=<b class="num">1 </b>(=[[χορτασμός]]) ἀπό τό [[κορέννυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.<br><b class="num">2</b> (=[[παλικάρι]]) ἀπό τό [[κείρω]] (=[[κουρεύω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.<br><b class="num">3</b> (=[[σκούπα]]) ἀπό τό [[κορέω]] -ῶ (=[[σκουπίζω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=<b class="num">1 </b>(=[[χορτασμός]]) ἀπό τό [[κορέννυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.<br><b class="num">2</b> (=[[παλικάρι]]) ἀπό τό [[κείρω]] (=[[κουρεύω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.<br><b class="num">3</b> (=[[σκούπα]]) ἀπό τό [[κορέω]] -ῶ (=[[σκουπίζω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[satiety]]=== | |||
Arabic: شَبَع; Bulgarian: насита, насищане; Catalan: sacietat; Chinese Mandarin: [[飽腹感]], [[饱腹感]]; Czech: sytost, nasycenost; Danish: mæthed; Dutch: [[verzadiging]]; Finnish: kylläisyys; French: [[satiété]]; Galician: saciedade, fartura; Georgian: სიმაძღრე; German: [[Sattheit]], [[Sättigung]], [[Befriedigung]]; Greek: [[κορεσμός]]; Ancient Greek: [[ἅδος]], [[ἔμπλησμα]], [[διακορία]], [[ἦδος]], [[κόρος]], [[πληθώρα]], [[πληθώρη]], [[πλήρωμα]], [[πλησμονή]], [[τὸ πλήσμιον]], [[χορτασία]], [[χορτασμός]]; Hebrew: שֹבַע, שָֹבְעָה; Latin: [[satietas]]; Manx: sonnys; Polish: sytość, najedzenie; Portuguese: [[saciedade]]; Punjabi: ਰੱਜ; Romanian: sațietate; Russian: [[сытость]]; Spanish: [[saciedad]]; Tocharian B: soylñe; Turkish: tokluk; Welsh: syrffed; ǃXóõ: da̰m | |||
}} | }} |