Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἕψω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - ",," to ","
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
m (Text replacement - ",," to ",")
 
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἕψω:''' γʹ ενικ. παρατ. <i>ἧψε</i>· οι άλλοι χρόνοι σχηματίζονται από το [[ἑψέω]], μέλ. <i>ἑψήσω</i>, αόρ. αʹ [[ἥψησα]] — Μέσ., μέλ. <i>ἑψήσομαι</i> — Παθ., αόρ. αʹ [[ἡψήθην]]·<br /><b class="num">1.</b> [[βράζω]], [[κοχλάζω]], σε Ηρόδ., Αττ.· παροιμ., λέγεται για τον μάταιο κόπο, <i>λίθον ἕψεις</i>, σε Αριστοφ.· με γεν. διαιρ., <i>ἥψομεν τοῦ κορκόρου</i>, βράσαμε ένα [[κομμάτι]] [[αγριολάχανο]],, στον ίδ. — Παθ., βράζομαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για μέταλλα, [[χωνεύω]], [[καθαρίζω]] με τη [[φωτιά]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[γῆρας]] ἀνώνυμον ἕψειν, απολαμβάνει άδοξα [[γηρατειά]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἕψω:''' γʹ ενικ. παρατ. <i>ἧψε</i>· οι άλλοι χρόνοι σχηματίζονται από το [[ἑψέω]], μέλ. <i>ἑψήσω</i>, αόρ. αʹ [[ἥψησα]] — Μέσ., μέλ. <i>ἑψήσομαι</i> — Παθ., αόρ. αʹ [[ἡψήθην]]·<br /><b class="num">1.</b> [[βράζω]], [[κοχλάζω]], σε Ηρόδ., Αττ.· παροιμ., λέγεται για τον μάταιο κόπο, <i>λίθον ἕψεις</i>, σε Αριστοφ.· με γεν. διαιρ., <i>ἥψομεν τοῦ κορκόρου</i>, βράσαμε ένα [[κομμάτι]] [[αγριολάχανο]], στον ίδ. — Παθ., βράζομαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για μέταλλα, [[χωνεύω]], [[καθαρίζω]] με τη [[φωτιά]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[γῆρας]] ἀνώνυμον ἕψειν, απολαμβάνει άδοξα [[γηρατειά]], στον ίδ.
}}
}}
{{etym
{{etym