Anonymous

θηράω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 21: Line 21:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηράω''': μέλλ. -άσω Σοφ. Φ. 958, Εὐρ. Ι. Τ. 1426, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 24, κτλ.· ἀόρ. ἐθήρᾱσα Εὐρ. Βάκχ. 1215, Ξεν.: πρκμ τεθήρᾱκα Ξεν. Κύρ. 2. 4, 16: Μέσ., μέλλ. θηράσομαι ([[ὅπερ]] κατὰ τὸν Μοῖρ. [[εἶναι]] ὁ [[γνήσιος]] Ἀττ. μέλλ.) Εὐρ. Βάκχ. 228, Ι. Τ. 1324: ἀόρ. ἐθηρσάμην Σοφ. Φ. 1007, Εὐρ. Ἱππ. 919: Παθ., μέλλ. -ᾱθήσομαι Γεωπ.: ἀόρ. ἐθηράθην, ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. (θήρ, [[θήρα]])· πρβλ. συν-[[θηράω]]. Κυνηγῶ ἢ [[καταδιώκω]] ἄγρια ζῷα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ συλλαμβάνειν αὐτά, λαγώς, σφῆκας Ξεν. ἐνθ’ ἀνωτ., Ἑλλ. 4. 2, 12, κτλ.· καί μ’ οὓς ἐθήρων [[πρόσθε]] θηράσουσι νῦν Σοφ. Φ. 958· ἐπὶ ἁλιέων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 66: [[ὡσαύτως]], ἐπὶ ἀνθρώπων, [[συλλαμβάνω]], [[καταλαμβάνω]], καί σ’ εἷλε θηρῶνθ’ ἡ [[τύχη]] Σοφ. Ο. Κ. 1026. πρβλ. Φ. 1007, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 9· [[ὡσαύτως]], [[αἰχμαλωτίζω]] διὰ τοῦ τρόπου μου, τῶν λόγων μου, κτλ., Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 28, 3. 11, 7· θ. πόλιν, ζητῶ νὰ καταστρέψω αὐτήν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 233. 2) μεταφ. ὡς τὸ Λατ. venari, κυνηγῶ, σπουδαίως ἐπιδιώκω πρᾶγμά τι, τυραννίδα Σοφ. Ο. Τ. 541· θηρᾶν οὐ πρέπει τἀμήχανα ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 94· μύριαι κόραι θηρῶσι [[λέκτρον]] τοὐμὸν Εὐρ. Ι. Α. 960· ἥματρτον ἢ θηρῶ τι; ἀπέτυχον ἢ [[πλησιάζω]] νὰ ἐπιτύχω τὸ ζητούμενον; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1194· τί [[χρῆμα]] θηρῶν; Εὐρ. Ἱκέτ. 115· [[ἁπλῶς]], [[φθάνω]], κατορθώνω, τι Πίνδ. Ι. 4. 77 (3. 64)· 3) μετ’ ἀπαρ., ζητῶ ἢ προσπαθῶ νὰ πράξω τι, θηρᾷ γαμεῖν με, Εὐρ. Ἑλ. 63· καὶ ἐν τῷ με, τύπῳ ὅς με θηρᾶται λαβεῖν [[αὐτόθι]] 545· δέδορκά σε … ἁρπάσαι θηρώμενον Σοφ. Αἴ. 2. ΙΙ. Μέσ. σχεδὸν ὡς τὸ ἔνεργ., προσπαθῶ νὰ συλλάβω, [[ἁλιεύω]], ἐγχέλεις Ἀριστοφ. Ἱππ. 864· ἀπολ., οἱ θηρώμενοι, οἱ κυνηγοί, Ξεν. Κυν. 11. 2· [[ἀλλά]], 2) κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ., ἐπιδιώκω, ἐπιζητῶ, ἐμέτοισι θηρώμενοι τὴν ὑγιείην Ἡρόδ. 2. 77· μαστοῖς ἔλεον θ. Εὐρ. Ὀρ. 568· δόξαν Δημ. 1407. 17, κτλ.· θηρῶμαι πυρὸς πηγήν, ζητῶ νὰ ἀνεύρω, ἀνακαλύψω αὐτήν, Αἰσχύλ. Πρ. 109· μετ’ ἀπαρ., ἴδε ἀνωτ. 3. ΙΙΙ. Παθ., κυνηγοῦμαι, καταδιώκομαι, πρὸς ἄτης θηραθεῖσαι Αἰσχύλ. Πρ. 1072· ὑπ’ ἀνδρῶν Εὐρ. Βάκχ. 732· Ἀλκιβιάδης διὰ [[κάλλος]] ὑπὸ γυναικῶν θυρώμενος Ξεν. Ἀπομν. 1. 224. - Πρβλ. [[θηρεύω]].
|lstext='''θηράω''': μέλλ. -άσω Σοφ. Φ. 958, Εὐρ. Ι. Τ. 1426, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 24, κτλ.· ἀόρ. ἐθήρᾱσα Εὐρ. Βάκχ. 1215, Ξεν.: πρκμ τεθήρᾱκα Ξεν. Κύρ. 2. 4, 16: Μέσ., μέλλ. θηράσομαι ([[ὅπερ]] κατὰ τὸν Μοῖρ. [[εἶναι]] ὁ [[γνήσιος]] Ἀττ. μέλλ.) Εὐρ. Βάκχ. 228, Ι. Τ. 1324: ἀόρ. ἐθηρσάμην Σοφ. Φ. 1007, Εὐρ. Ἱππ. 919: Παθ., μέλλ. -ᾱθήσομαι Γεωπ.: ἀόρ. ἐθηράθην, ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. (θήρ, [[θήρα]])· πρβλ. συν-[[θηράω]]. Κυνηγῶ ἢ [[καταδιώκω]] ἄγρια ζῷα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ συλλαμβάνειν αὐτά, λαγώς, σφῆκας Ξεν. ἐνθ’ ἀνωτ., Ἑλλ. 4. 2, 12, κτλ.· καί μ’ οὓς ἐθήρων [[πρόσθε]] θηράσουσι νῦν Σοφ. Φ. 958· ἐπὶ ἁλιέων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 66: [[ὡσαύτως]], ἐπὶ ἀνθρώπων, [[συλλαμβάνω]], [[καταλαμβάνω]], καί σ’ εἷλε θηρῶνθ’ ἡ [[τύχη]] Σοφ. Ο. Κ. 1026. πρβλ. Φ. 1007, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 9· [[ὡσαύτως]], [[αἰχμαλωτίζω]] διὰ τοῦ τρόπου μου, τῶν λόγων μου, κτλ., Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 28, 3. 11, 7· θ. πόλιν, ζητῶ νὰ καταστρέψω αὐτήν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 233. 2) μεταφ. ὡς τὸ Λατ. venari, κυνηγῶ, σπουδαίως ἐπιδιώκω πρᾶγμά τι, τυραννίδα Σοφ. Ο. Τ. 541· θηρᾶν οὐ πρέπει τἀμήχανα ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 94· μύριαι κόραι θηρῶσι [[λέκτρον]] τοὐμὸν Εὐρ. Ι. Α. 960· ἥματρτον ἢ θηρῶ τι; ἀπέτυχον ἢ [[πλησιάζω]] νὰ ἐπιτύχω τὸ ζητούμενον; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1194· τί [[χρῆμα]] θηρῶν; Εὐρ. Ἱκέτ. 115· [[ἁπλῶς]], [[φθάνω]], κατορθώνω, τι Πίνδ. Ι. 4. 77 (3. 64)· 3) μετ’ ἀπαρ., ζητῶ ἢ προσπαθῶ νὰ πράξω τι, θηρᾷ γαμεῖν με, Εὐρ. Ἑλ. 63· καὶ ἐν τῷ με, τύπῳ ὅς με θηρᾶται λαβεῖν [[αὐτόθι]] 545· δέδορκά σε … ἁρπάσαι θηρώμενον Σοφ. Αἴ. 2. ΙΙ. Μέσ. σχεδὸν ὡς τὸ ἔνεργ., προσπαθῶ νὰ συλλάβω, [[ἁλιεύω]], ἐγχέλεις Ἀριστοφ. Ἱππ. 864· ἀπολ., οἱ θηρώμενοι, οἱ κυνηγοί, Ξεν. Κυν. 11. 2· [[ἀλλά]], 2) κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ., ἐπιδιώκω, ἐπιζητῶ, ἐμέτοισι θηρώμενοι τὴν ὑγιείην Ἡρόδ. 2. 77· μαστοῖς ἔλεον θ. Εὐρ. Ὀρ. 568· δόξαν Δημ. 1407. 17, κτλ.· θηρῶμαι πυρὸς πηγήν, ζητῶ νὰ ἀνεύρω, ἀνακαλύψω αὐτήν, Αἰσχύλ. Πρ. 109· μετ’ ἀπαρ., ἴδε ἀνωτ. 3. ΙΙΙ. Παθ., κυνηγοῦμαι, καταδιώκομαι, πρὸς ἄτης θηραθεῖσαι Αἰσχύλ. Πρ. 1072· ὑπ’ ἀνδρῶν Εὐρ. Βάκχ. 732· Ἀλκιβιάδης διὰ [[κάλλος]] ὑπὸ γυναικῶν θυρώμενος Ξεν. Ἀπομν. 1. 224. - Πρβλ. [[θηρεύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θηράω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], αόρ. αʹ <i>ἐθήρᾱσα</i>, παρακ. <i>τεθήρᾱκα</i>· Μέσ., μέλ. <i>θηράσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐθηρᾱσάμην</i>· Παθ., αόρ. αʹ ἐθηράθην [ᾱ] (<i>θῆρα</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κυνηγώ]] ή [[καταδιώκω]] άγρια ζώα, σε Σοφ., Ξεν.· λέγεται για ανθρώπους, [[αιχμαλωτίζω]], [[φυλακίζω]], σε Ξεν.· μεταφ., [[δελεάζω]], [[σαγηνεύω]], [[θέλγω]], στον ίδ.· [[θηράω]] πόλιν, [[επιδιώκω]] να την καταστρέψω, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., όπως το Λατ. venari, [[επιδιώκω]] κάποιο [[πράγμα]], το [[επιζητώ]] με ζήλο, σε Τραγ.· με απαρ., ζητώ ή [[προσπαθώ]] να κάνω [[κάτι]], σε Ευρ.· και στη Μέσ., σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ. [[περίπου]] όμοια με την Ενεργ., [[θηρεύω]], [[αλιεύω]], <i>ἐγχέλεις</i>, σε Αριστοφ.· απόλ., <i>οἱ θηρώμενοι</i>, οι κυνηγοί, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[κυνηγώ]], [[καταδιώκω]], σε Ηρόδ., Ευρ., κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> Παθ., καταδιώκομαι, επιδιώκομαι, σε Αισχύλ., κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θηράω]], [[θήρα]]<br /><b class="num">I.</b> to [[hunt]] or [[chase]] [[wild]] beasts, Soph., Xen.:—of men, to [[catch]], [[capture]], Xen.: metaph. to [[captivate]], Xen.:— θ. πόλιν to [[seek]] to [[destroy]] it, Aesch.<br /><b class="num">2.</b> metaph., like Lat. venari, to [[hunt]] [[after]] a [[thing]], [[pursue]] it [[eagerly]], Trag.:—c. inf. to [[seek]] or [[endeavour]] to do, Eur.; and in Mid., Soph., Eur.<br /><b class="num">II.</b> Mid. [[much]] like Act. to [[hunt]] for, [[fish]] for, ἐγχέλεις Ar.; absol., οἱ θηρώμενοι hunters, Xen.<br /><b class="num">2.</b> metaph. to [[cast]] [[about]] for, [[seek]] [[after]], Hdt., Eur., etc.<br /><b class="num">III.</b> Pass. to be hunted, pursued, Aesch., etc.
}}
}}
{{trml
{{trml
|trtx====[[fish]]===
|trtx====[[fish]]===
Arabic: صَادَ; Moroccan Arabic: صيّد; Armenian: ձուկ բռնել; Aromanian: piscuescu; Asturian: pescar; Basque: arrantzan egin; Belarusian: рыбачыць, лаві́ць рыбу; Borôro: wogu; Breton: pesketa; Bulgarian: ловя риба; Catalan: pescar; Cebuano: mamasol, mamukot, managat, mangisda; Cherokee: ᎠᏧᎲᏍᎦ; Chinese Cantonese: [[釣魚]], [[钓鱼]]; Mandarin: [[釣魚]], [[钓鱼]], [[漁]], [[渔]]; Classical Nahuatl: *michahci, michma; Czech: rybařit; Danish: fiske; Dutch: [[vissen]], [[hengelen]], [[snoeken]]; Esperanto: fiŝkapti; Fijian: siwa, qoli; Finnish: kalastaa; French: [[pêcher]]; Friulian: pescjâ, pesčhâ; Galician: pescar; German: [[fischen]], [[angeln]]; Gothic: 𐍆𐌹𐍃𐌺𐍉𐌽; Greek: [[ψαρεύω]], [[αλιεύω]]; Ancient Greek: [[ἀγρεύω]], [[ἀγρώσσω]], [[αἱρέω]], [[ἁλιεύω]], [[ἀσπαλιεύομαι]], [[γριπεύω]], [[γριπέω]], [[γριπίζω]], [[ἐκκαλαμάομαι]], [[ἐλλοπιεύω]], [[θηράω]], [[ἰχθυάω]], [[ἰχθῦς θηρεύειν]]; Greenlandic: aalisarpoq; Guaraní: kutu, pirakutu; Hawaiian: lawaiʻa; Hungarian: halászik; Icelandic: veiða, fiska; Ido: peskar; Indonesian: memancing; Interlingua: piscar; Irish Old Irish: ad·claid; Istriot: pascà; Italian: [[pescare]]; Japanese: 釣る; Kabuverdianu: piska, peská; Kaingang: vim ke; Khmer: នេសាទ; Korean: 낚시하다; Lao: ປະມົງ; Latin: [[piscor]]; Latvian: zvejot, makšķerēt; Lithuanian: žvejoti, žuvauti, meškerioti; Lombard: pescà; Luxembourgish: fëschen; Malay: menangkap ikan, memancing; Malayalam: മീൻപിടിക്കുക; Maori: hī, matira, hao, māngoingoi, makamaka, makamaka ika; Middle English: fisshen; Norman: pêtchi; Norwegian: fiske; Occitan: pescar; Old English: fiscian; Persian: ماهی‌گیری; Polish: łowić ryby, wędkować; Portuguese: [[pescar]]; Quechua: challway; Romani Kalo Finnish Romani: matšalaa; Romanian: pescui; Romansch: pestgar, pescar, pastgear; Russian: [[рыбачить]], [[ловить рыбу]]; Sardinian: piscae, piscai, piscare; Serbo-Croatian: pecati, upecati; Shor: палықтарға; Slovene: ribariti, loviti ribe; Southern Ohlone: huynina; Spanish: [[pescar]]; Sranan Tongo: fisi; Swedish: fiska; Thai: ตกปลา, ประมง; Tok Pisin: huk; Turkish: balık tutmak; Ukrainian: рибалити, ловити рибу; Vietnamese: câu cá; Walloon: pexhî; Welsh: pysgota; West Frisian: fiskje; White Hmong: nuv ntses
Arabic: صَادَ; Moroccan Arabic: صيّد; Armenian: ձուկ բռնել; Aromanian: piscuescu; Asturian: pescar; Basque: arrantzan egin; Belarusian: рыбачыць, лаві́ць рыбу; Borôro: wogu; Breton: pesketa; Bulgarian: ловя риба; Catalan: pescar; Cebuano: mamasol, mamukot, managat, mangisda; Cherokee: ᎠᏧᎲᏍᎦ; Chinese Cantonese: [[釣魚]], [[钓鱼]]; Mandarin: [[釣魚]], [[钓鱼]], [[漁]], [[渔]]; Classical Nahuatl: *michahci, michma; Czech: rybařit; Danish: fiske; Dutch: [[vissen]], [[hengelen]], [[snoeken]]; Esperanto: fiŝkapti; Fijian: siwa, qoli; Finnish: kalastaa; French: [[pêcher]]; Friulian: pescjâ, pesčhâ; Galician: pescar; German: [[fischen]], [[angeln]]; Gothic: 𐍆𐌹𐍃𐌺𐍉𐌽; Greek: [[ψαρεύω]], [[αλιεύω]]; Ancient Greek: [[ἀγρεύω]], [[ἀγρώσσω]], [[αἱρέω]], [[ἁλιεύω]], [[ἀσπαλιεύομαι]], [[γριπεύω]], [[γριπέω]], [[γριπίζω]], [[ἐκκαλαμάομαι]], [[ἐλλοπιεύω]], [[θηράω]], [[ἰχθυάω]], [[ἰχθῦς θηρεύειν]]; Greenlandic: aalisarpoq; Guaraní: kutu, pirakutu; Hawaiian: lawaiʻa; Hungarian: halászik; Icelandic: veiða, fiska; Ido: peskar; Indonesian: memancing; Interlingua: piscar; Irish Old Irish: ad·claid; Istriot: pascà; Italian: [[pescare]]; Japanese: 釣る; Kabuverdianu: piska, peská; Kaingang: vim ke; Khmer: នេសាទ; Korean: 낚시하다; Lao: ປະມົງ; Latin: [[piscor]]; Latvian: zvejot, makšķerēt; Lithuanian: žvejoti, žuvauti, meškerioti; Lombard: pescà; Luxembourgish: fëschen; Malay: menangkap ikan, memancing; Malayalam: മീൻപിടിക്കുക; Maori: hī, matira, hao, māngoingoi, makamaka, makamaka ika; Middle English: fisshen; Norman: pêtchi; Norwegian: fiske; Occitan: pescar; Old English: fiscian; Persian: ماهی‌گیری; Polish: łowić ryby, wędkować; Portuguese: [[pescar]]; Quechua: challway; Romani Kalo Finnish Romani: matšalaa; Romanian: pescui; Romansch: pestgar, pescar, pastgear; Russian: [[рыбачить]], [[ловить рыбу]]; Sardinian: piscae, piscai, piscare; Serbo-Croatian: pecati, upecati; Shor: палықтарға; Slovene: ribariti, loviti ribe; Southern Ohlone: huynina; Spanish: [[pescar]]; Sranan Tongo: fisi; Swedish: fiska; Thai: ตกปลา, ประมง; Tok Pisin: huk; Turkish: balık tutmak; Ukrainian: рибалити, ловити рибу; Vietnamese: câu cá; Walloon: pexhî; Welsh: pysgota; West Frisian: fiskje; White Hmong: nuv ntses
===[[hunt]]===
Abkhaz: ашәарыцара; Ainu: ラマンテ, イラマンテ; Albanian: gjuaj; Andi: чониду; Arabic: اِصْطَادَ, صَادَ; Armenian: որսալ; Assamese: চিকাৰ কৰা; Avar: чан гьабизе; Azerbaijani: ovlamaq; Basque: ehiza; Belarusian: паляваць, лаві́ць; Bulgarian: ловя, ловувам; Burmese: အမဲလိုက်; Catalan: caçar, caça; Chechen: талла эха; Cherokee: ᎦᏃᎭᎵᏙᎭ; Cheyenne: -émȯhóne; Chinese Cantonese: [[打獵]], [[打猎]]; Mandarin: [[打獵]], [[打猎]], [[獵取]], [[猎取]], [[捕食]]; Czech: lovit; Danish: jage, gå på jagt efter; Dutch: [[jagen]]; Esperanto: ĉasi; Estonian: jahtima, küttima; Extremaduran: cazal, caçal; Finnish: metsästää, jahdata; French: [[chasser]]; Friulian: cjaçâ, čhačâ; Galician: cazar; Gallurese: cacciggjà; Georgian: ნადირობა; German: [[jagen]]; Greek: [[κυνηγώ]], [[θηρεύω]]; Ancient Greek: [[ἀγρεύειν]], [[ἀγρεύω]], [[ἀγριεύω]], [[ἀγρώσσω]], [[αἱρέω]], [[ἀποθηρεύω]], [[διαθηράω]], [[ἐκθηράομαι]], [[ἐκκυνηγετεῖν]], [[ἐκκυνηγετέω]], [[θηρᾶν]], [[θηράω]], [[θηρεύειν]], [[θηρεύω]], [[κυναγετέω]], [[κυνηγετεῖν]], [[κυνηγετέω]]; Hawaiian: hahai, ʻimi; Hebrew: צָד; Hindi: शिकार करना; Hungarian: vadászik; Icelandic: veiða; Indonesian: buru; Ingrian: jahtiita; Interlingua: chassar; Irish: seilg; Old Irish: ad·claid; Italian: [[cacciare]]; Japanese: 狩る; Javanese: buru; Kaingang: ẽkrénh; Kazakh: аң аулау, аулау; Khmer: បរបាញ់; Korean: 사냥하다; Kurdish Central Kurdish: ڕاودان; Kyrgyz: аң уулоо, уулоо; Lao: ລ່າ; Latgalian: medeit; Latin: [[venor]]; Latvian: medīt; Lithuanian: medžioti; Lombard: cascià; Low German German Low German: jagen; Luxembourgish: joen; Macedonian: лови; Malay: berburu, memburu; Malayalam: വേട്ടയാടുക, നായാടുക; Maltese: kaċċa; Manchu: ᠠᠪᠠᠯᠠᠮᠪᡳ; Maori: whaiwhai, whakangau, whakangangahu, whakarapu; Mongolian: ан агнах; Nepali: सिकार गर्नु; Ngunawal: gudali; Norwegian: jakte; Occitan: caçar; Old English: huntian; Old Javanese: buru; Oromo: adamsuu; Ossetian: цуан кӕнын; Persian: شکار کردن, صید کردن; Polish: polować; Portuguese: [[caçar]], [[vear]]; Quechua: chakuy; Rapa Nui: poko; Romanian: vâna; Romansch: chatschar; Russian: [[охотиться]], [[ловить]]; Sardinian Campidanese: cassai; Sassarese: catzà, catzare; Scottish Gaelic: sealg; Serbo-Croatian: терати; Cyrillic: ловити; Roman: loviti; Sicilian: cacciari; Slovak: poľovať, loviť; Slovene: loviti; Sorbian Lower Sorbian: góńtwowaś; Southern Altai: уулаар; Spanish: [[cazar]]; Sranan Tongo: onti; Sundanese: bujeng; Swahili: kuwinda; Swedish: jaga; Tajik: шикор кардан, сайд кардан; Tarantino: caccià; Telugu: వేటాడు; Tetum: kasa; Thai: ล่าสัตว์, ล่า; Tibetan: རི་དྭགས་བརྒྱབ; Turkish: avlamak; Ugaritic: 𐎕𐎄; Ukrainian: полювати, ловити; Urdu: شکار کرنا, صید کرنا; Uyghur: ئوۋلىماق, ئوۋ قىلماق; Uzbek: ovlamoq, ov qilmoq; Venetan: casar, caçar, cazhar; Vietnamese: săn bắn; Walloon: tchessî; Welsh: hela; West Frisian: jeie; White Yakut: бултаа; Zealandic: jaege; Zhuang: dwk, lieb; Zigula: kala; ǃXóõ: !qāhe, gǀkxʻâã
}}
}}