3,273,831
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σώφρων:''' Επικ. σᾰόφρων, <i>-ονος</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>· ουδ. <i>σῶφρον</i> ([[σῶς]], [[φρήν]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει [[σώες]] τις [[φρένες]], που έχει υγιείς τις διανοητικές και πνευματικές του λειτουργίες, Λατ. sanae | |lsmtext='''σώφρων:''' Επικ. σᾰόφρων, <i>-ονος</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>· ουδ. <i>σῶφρον</i> ([[σῶς]], [[φρήν]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει [[σώες]] τις [[φρένες]], που έχει υγιείς τις διανοητικές και πνευματικές του λειτουργίες, Λατ. [[sanae mentis]]· απ' όπου, [[συνετός]], [[λογικός]], [[διακριτικός]], [[φρόνιμος]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, σώφρονα [[εἰπεῖν]], σε Ευρ.· [[ἄλλο]] τι σωφρονέστερον γιγνώσκειν, σε Θουκ.· <i>σῶφρόν ἐστι</i>, με απαρ., στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που έχει υπό έλεγχο τις σαρκικές του επιθυμίες, [[εγκρατής]], [[μετριοπαθής]], [[αγνός]], [[νηφάλιος]], σε Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως, [[σώφρων]] [[γνώμη]], σε Αισχύλ.· [[σώφρων]] [[ἀριστοκρατία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> τὸ σῶφρον = [[σωφροσύνη]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-όνως</i>, σε Ηρόδ.· συγκρ. <i>σωφρονέστερον</i>, σε Θουκ.· ομοίως, <i>ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον</i>, σε Ηρόδ.· [[αλλά]] <i>-εστέρως</i>, σε Ευρ.· υπερθ. <i>-έστατα</i>, σε Ισοκρ. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σώφρων''': Ἐπικ. σᾰόφρων (ὡς παρ’ Ὁμ.), ονος, ὁ, ἡ, οὐδ. σῶφρον. Κυρίως ὁ ἔχων σώας τὰς φρένας, [[ὑγιὴς]] τὸν νοῦν, Λατ. | |lstext='''σώφρων''': Ἐπικ. σᾰόφρων (ὡς παρ’ Ὁμ.), ονος, ὁ, ἡ, οὐδ. σῶφρον. Κυρίως ὁ ἔχων σώας τὰς φρένας, [[ὑγιὴς]] τὸν νοῦν, Λατ. [[sanae mentis]], (ἐκ τοῦ σῶς, [[φρήν]], πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 5, 6, Πλάτ. Κρατ. 411Ε)· - [[ὅθεν]], [[φρόνιμος]], [[συνετός]], «[[διακριτικός]]», οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι Ἰλ. Φ. 462, πρβλ. Ὀδ. Δ. 158· ἀντίθετον τῷ [[ἄφρων]], Θέογν. 431, 454, 497· τῷ [[νήπιος]], ὁ αὐτ. 483· τῷ [[ἀνόητος]], Ἡρόδ. 1. 4· [[σώφρων]] περὶ θεοὺς Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 2· σωφρονέστατος ἐν τῇ τέχνῃ Ἱππ. 84Α. 2) ἐπὶ πραγμάτων, σ. [[μῦθος]] Θέογν. 754, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1025 σ. [[οἶκτος]], [[εὔλογος]], [[πρέπων]], προσήκων, Θουκ. 3. 59· σ. [[κήρυγμα]] Αἰσχίν. 54. 14· σώφρονα εἰπεῖν Εὐρ. Ι. Α. 1024· [[ἄλλο]] τι σωφρονέστερον γινώσκειν Θουκ. 5. 111· σῶφρόν ἐστι μετ’ ἀπαρ. ὁ αὐτ. 1. 42. ΙΙ. παρ’ Ἀττ., [[μάλιστα]], ὁ ἀσκῶν ἐγκράτειαν, [[ἐγκρατής]], [[μέτριος]], [[ἁγνός]], [[νηφάλιος]], ([[σώφρων]] ὁ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων Πλάτ. Ὅροι 415D. πρβλ. Πλάτ. Πολ. 430Ε, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3 . 10), δός μοι σωφρονεστέραν πολὺ μητρὸς γενέσθαι Αἰσχύλ. Χο. 140· πρβλ. Σοφ. Αἴ. 132, Ἀποσπ. 608· γυνὴ σ. Ἀνδοκ. 30. 43 σ. καὶ ἐγκρατὴς [[ἑαυτοῦ]] Πλάτ. Γοργ. 491D. 2) ἐπὶ πραγμάτων, σ. γνώμη Αἰσχύλ. Ἀγ. 1664· σ. εὐχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 710· σ. ὑμέναιοι, λέχη Εὐρ. Ὀρ. 558, Ἐλ. 1099· [[τράπεζα]], [[δίαιτα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 885. Πλάτ. Ἐπιστ. 336C· [[ἀριστοκρατία]] Θουκ. 3. 82· [[χάρις]] ὁ αὐτ. 58· [[βίος]] Πλάτ. Νόμ. 733Ε· φρονεῖν σώφρονα Σοφ. Ἀποσπ. 62. 3) τὸ σῶφρον = [[σωφροσύνη]], Εὐρ. Ἱππ. 431, Θουκ. 1. 37., 3. 82, κτλ.· τὸ σ. ἥβης Σοφ. Ἀποσπ. 705· σοῦ τὸ σ. Εὐρ. Ἀνδρ. 365, πρβλ. 346, κτλ.· ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον λαμβάνειν τι Ἡρόδ. 3. 71, τὸ σωφρονέστατον Θουκ. 3. 92· οὕτω, τὰ σώφρονα [[λάγδην]] πατεῖται Σοφ. Ἀποσπ. 606. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -όνως, Ἡρόδ. 4. 77, Αἰσχύλ. Θήβ. 645, Εὐμ. 44· τραφῆναι Ἀριστοφ. Ἱππ. 334· σ. τε καὶ μετρίως Πλάτ. Πολ. 399Β· δικαίως... καὶ σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 134D· σ. ἐφέπεσθαι, μετὰ προσοχῆς, Ξεν. Ἀγησ. 2, 3. - Συγκρ. σωφρονέστερον, Θουκ. 1. 84, Ξεν., κτλ.· ἀλλὰ -εστέρως, Εὐρ. Ι. Α. 379· - ὑπερθετ. -έστατα, Ἱσοκρ. 142C, Πλάτ. Νόμ. 728Ε. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σώ-φρων, επιξ σᾰό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, [σῶς, [[φρήν]]<br /><b class="num">I.</b> of [[sound]] [[mind]], Lat. sanae mentis:— [[hence]] [[sensible]], [[discreet]], [[wise]], Hom., Hdt., Xen.<br /><b class="num">2.</b> of things, σώφρονα [[εἰπεῖν]] Eur.; [[ἄλλο]] τι σωφρονέστερον γιγνώσκειν Thuc.:— σῶφρόν ἐστι, c. inf., Thuc.<br /><b class="num">II.</b> having [[control]] [[over]] the [[sensual]] desires, [[temperate]], [[self]]-controlled, [[moderate]], [[chaste]], [[sober]], Trag., Plat., etc.:—so, ς. [[γνώμη]] Aesch.; ς. [[ἀριστοκρατία]] Thuc.<br /><b class="num">2.</b> τὸ σῶφρον = [[σωφροσύνη]], Eur., Thuc., etc.<br /><b class="num">III.</b> adv. -όνως, Hdt.—comp. σωφρονέστερον, Thuc.; so, ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον Hdt.:—but -εστέρως, Eur.:—Sup. -έστατα, Isocr. | |mdlsjtxt=σώ-φρων, επιξ σᾰό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, [σῶς, [[φρήν]]<br /><b class="num">I.</b> of [[sound]] [[mind]], Lat. [[sanae mentis]]:— [[hence]] [[sensible]], [[discreet]], [[wise]], Hom., Hdt., Xen.<br /><b class="num">2.</b> of things, σώφρονα [[εἰπεῖν]] Eur.; [[ἄλλο]] τι σωφρονέστερον γιγνώσκειν Thuc.:— σῶφρόν ἐστι, c. inf., Thuc.<br /><b class="num">II.</b> having [[control]] [[over]] the [[sensual]] desires, [[temperate]], [[self]]-controlled, [[moderate]], [[chaste]], [[sober]], Trag., Plat., etc.:—so, ς. [[γνώμη]] Aesch.; ς. [[ἀριστοκρατία]] Thuc.<br /><b class="num">2.</b> τὸ σῶφρον = [[σωφροσύνη]], Eur., Thuc., etc.<br /><b class="num">III.</b> adv. -όνως, Hdt.—comp. σωφρονέστερον, Thuc.; so, ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον Hdt.:—but -εστέρως, Eur.:—Sup. -έστατα, Isocr. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese |