Anonymous

μπαστούνι: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(26)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> (γενικά) [[ραβδί]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[βακτηρία]] την οποία χρησιμοποιούν ως [[στήριγμα]] [[κυρίως]] οι ηλικιωμένοι και οι ασθενείς για να περπατήσουν<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> το [[δοράτιο]] του αρτέμονα ιστιοφόρου<br /><b>3.</b> [[τεχνητός]] [[μώλος]] λιμανιού<br /><b>4.</b> μία από τις [[τέσσερεις]] κατηγορίες στις οποίες χωρίζονται τα τραπουλόχαρτα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «τά βρήκε μπαστούνια» — βρέθηκε απροσδόκητα [[μπροστά]] σε ανυπέρβλητα εμπόδια ή απέτυχε εντελώς<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «δύο άκρες έχει το [[μπαστούνι]], μια του μουσαφίρη και μια του νοικοκύρη» — λέγεται για να δηλώσει ότι αυτός που απειλεί κάποιον με [[ξυλοκόπημα]] κινδυνεύει να πάθει το ίδιο από τον [[άλλο]], [[δηλαδή]] από αυτόν τον οποίο απειλεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> βεν. <i>baston</i> <span style="color: red;"><</span> μσν. λατ. <i>bastum</i> <span style="color: red;"><</span> <i>bastare</i> «[[βαστάζω]]»].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> (γενικά) [[ραβδί]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[βακτηρία]] την οποία χρησιμοποιούν ως [[στήριγμα]] [[κυρίως]] οι ηλικιωμένοι και οι ασθενείς για να περπατήσουν<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> το [[δοράτιο]] του αρτέμονα ιστιοφόρου<br /><b>3.</b> [[τεχνητός]] [[μώλος]] λιμανιού<br /><b>4.</b> μία από τις [[τέσσερεις]] κατηγορίες στις οποίες χωρίζονται τα τραπουλόχαρτα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «τά βρήκε μπαστούνια» — βρέθηκε απροσδόκητα [[μπροστά]] σε ανυπέρβλητα εμπόδια ή απέτυχε εντελώς<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «δύο άκρες έχει το [[μπαστούνι]], μια του μουσαφίρη και μια του νοικοκύρη» — λέγεται για να δηλώσει ότι αυτός που απειλεί κάποιον με [[ξυλοκόπημα]] κινδυνεύει να πάθει το ίδιο από τον [[άλλο]], [[δηλαδή]] από αυτόν τον οποίο απειλεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> βεν. <i>baston</i> <span style="color: red;"><</span> μσν. λατ. <i>bastum</i> <span style="color: red;"><</span> <i>bastare</i> «[[βαστάζω]]»].
}}
{{trml
|trtx====[[walking stick]]===
Afrikaans: kierie; Akan: poma; Albanian: shkop; Arabic: عَصَايَة, خَيْزُرَانَة, عُكَّاز; Armenian: եղեգնափայտ, ձեռնափայտ, գավազան, ցուպ; Azerbaijani: çəlik, hasa, əl ağacı, əsa; Belarusian: трысці́на, кій, палка; Bulgarian: бастун; Catalan: bastó; Cebuano: sungkod; Chechen: ӏаса; Cherokee: ᎠᏙᎳᏅᏍᏗ; Chichewa: ndodo; Chinese Mandarin: [[拐杖]], [[拐棍]], [[手杖]], [[青藜]]; Czech: hůl; Dutch: [[wandelstok]], [[stok]]; Esperanto: bastono, promenbastono; Finnish: kävelykeppi; French: [[canne]]; Galician: bastón, caxato; Georgian: ყავარჯენი; German: [[Spazierstock]], [[Krückstock]], [[Gehstock]], [[vierfüßiger Gehstock]]; Greek: [[μπαστούνι]]; Ancient Greek: [[βακτηρία]], [[βακτήριον]], [[βάκτρον]], [[ῥάβδος]], [[σκᾶπτον]], [[σκᾶπτρον]], [[σκῆπτρον]], [[σκίπων]]; Gujarati: લાકડી; Hebrew: מקל הליכה; Hindi: छड़ी; Hungarian: sétabot, sétapálca; Icelandic: göngustafur, stafur, stiki; Irish: bata siúil, maide siúil; Italian: [[bastone]], [[bastone da passeggio]]; Japanese: 杖, ステッキ; Kabuverdianu: bengala; Kazakh: аса; Khmer: ឈើច្រត់; Kikuyu: thimbũ; Korean: 지팡이; Kurdish Central Kurdish: داردەست; Ladino: baston; Lao: ເວລາຍ່າງໄມ້; Latin: [[baculum]]; Latvian: nūja, spieķis; Lithuanian: lazdà; Luhya: kumukwaju, kumkongojo; Macedonian: бастун; Manx: maidjey shooyl; Maori: turupou, tokotoko; Meru: mukwaju; Navajo: gish; Ojibwe: zaka'on; Old English: stæf; Persian: چوبدست; Plautdietsch: Gonstock; Polish: laska, kostur, kij; Portuguese: [[bengala]]; Punjabi: ਤੁਰਨ ਸਟਿੱਕ; Romanian: baston; Russian: [[трость]], [[посох]], [[клюка]], [[палка]]; Scottish Gaelic: bata; Serbo-Croatian: štap za šetnju; Cyrillic: шта̑п; Roman: štȃp; Sicilian: vastuni; Silesian: kryka; Slovak: trstina, palica; Sotho: ho tsamaea thupa; Spanish: [[bastón]]; Sui: dyungx; Sundanese: leumpang iteuk; Swahili: bakora; Swedish: käpp, spatserkäpp, promenadkäpp; Tagalog: tungkod; Tajik: чӯбдаст; Taos: łòwatúną; Thai: ไม้เท้า; Tibetan: འཁར་རྒྱུག; Turkish: baston, koltuk değneği; Ukrainian: тростина, палиця, ціпок, палка; Urdu: چھڑی; Uzbek: hassa, aso; Vietnamese: ba toong; Volapük: stütastaf; Welsh: ffon; Yiddish: גיין שטעקן; Zulu: induku ehamba
}}
}}