Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μπαστούνι

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24

Greek Monolingual

το
1. (γενικά) ραβδί
2. (ειδικά) βακτηρία την οποία χρησιμοποιούν ως στήριγμα κυρίως οι ηλικιωμένοι και οι ασθενείς για να περπατήσουν
2. ναυτ. το δοράτιο του αρτέμονα ιστιοφόρου
3. τεχνητός μώλος λιμανιού
4. μία από τις τέσσερεις κατηγορίες στις οποίες χωρίζονται τα τραπουλόχαρτα
5. φρ. «τά βρήκε μπαστούνια» — βρέθηκε απροσδόκητα μπροστά σε ανυπέρβλητα εμπόδια ή απέτυχε εντελώς
5. παροιμ. «δύο άκρες έχει το μπαστούνι, μια του μουσαφίρη και μια του νοικοκύρη» — λέγεται για να δηλώσει ότι αυτός που απειλεί κάποιον με ξυλοκόπημα κινδυνεύει να πάθει το ίδιο από τον άλλο, δηλαδή από αυτόν τον οποίο απειλεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. βεν. baston < μσν. λατ. bastum < bastare «βαστάζω»].