μπαστούνι
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
Greek Monolingual
το
1. (γενικά) ραβδί
2. (ειδικά) βακτηρία την οποία χρησιμοποιούν ως στήριγμα κυρίως οι ηλικιωμένοι και οι ασθενείς για να περπατήσουν
2. ναυτ. το δοράτιο του αρτέμονα ιστιοφόρου
3. τεχνητός μώλος λιμανιού
4. μία από τις τέσσερεις κατηγορίες στις οποίες χωρίζονται τα τραπουλόχαρτα
5. φρ. «τά βρήκε μπαστούνια» — βρέθηκε απροσδόκητα μπροστά σε ανυπέρβλητα εμπόδια ή απέτυχε εντελώς
5. παροιμ. «δύο άκρες έχει το μπαστούνι, μια του μουσαφίρη και μια του νοικοκύρη» — λέγεται για να δηλώσει ότι αυτός που απειλεί κάποιον με ξυλοκόπημα κινδυνεύει να πάθει το ίδιο από τον άλλο, δηλαδή από αυτόν τον οποίο απειλεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. βεν. baston < μσν. λατ. bastum < bastare «βαστάζω»].
Translations
walking stick
Afrikaans: kierie; Akan: poma; Albanian: shkop; Arabic: عَصَايَة, خَيْزُرَانَة, عُكَّاز; Armenian: եղեգնափայտ, ձեռնափայտ, գավազան, ցուպ; Azerbaijani: çəlik, hasa, əl ağacı, əsa; Belarusian: трысці́на, кій, палка; Bulgarian: бастун; Catalan: bastó; Cebuano: sungkod; Chechen: ӏаса; Cherokee: ᎠᏙᎳᏅᏍᏗ; Chichewa: ndodo; Chinese Mandarin: 拐杖, 拐棍, 手杖, 青藜; Czech: hůl; Dutch: wandelstok, stok; Esperanto: bastono, promenbastono; Finnish: kävelykeppi; French: canne; Galician: bastón, caxato; Georgian: ყავარჯენი; German: Spazierstock, Krückstock, Gehstock, vierfüßiger Gehstock; Greek: μπαστούνι; Ancient Greek: βακτηρία, βακτήριον, βάκτρον, ῥάβδος, σκᾶπτον, σκᾶπτρον, σκῆπτρον, σκίπων; Gujarati: લાકડી; Hebrew: מקל הליכה; Hindi: छड़ी; Hungarian: sétabot, sétapálca; Icelandic: göngustafur, stafur, stiki; Irish: bata siúil, maide siúil; Italian: bastone, bastone da passeggio; Japanese: 杖, ステッキ; Kabuverdianu: bengala; Kazakh: аса; Khmer: ឈើច្រត់; Kikuyu: thimbũ; Korean: 지팡이; Kurdish Central Kurdish: داردەست; Ladino: baston; Lao: ເວລາຍ່າງໄມ້; Latin: baculum; Latvian: nūja, spieķis; Lithuanian: lazdà; Luhya: kumukwaju, kumkongojo; Macedonian: бастун; Manx: maidjey shooyl; Maori: turupou, tokotoko; Meru: mukwaju; Navajo: gish; Ojibwe: zaka'on; Old English: stæf; Persian: چوبدست; Plautdietsch: Gonstock; Polish: laska, kostur, kij; Portuguese: bengala; Punjabi: ਤੁਰਨ ਸਟਿੱਕ; Romanian: baston; Russian: трость, посох, клюка, палка; Scottish Gaelic: bata; Serbo-Croatian: štap za šetnju; Cyrillic: шта̑п; Roman: štȃp; Sicilian: vastuni; Silesian: kryka; Slovak: trstina, palica; Sotho: ho tsamaea thupa; Spanish: bastón; Sui: dyungx; Sundanese: leumpang iteuk; Swahili: bakora; Swedish: käpp, spatserkäpp, promenadkäpp; Tagalog: tungkod; Tajik: чӯбдаст; Taos: łòwatúną; Thai: ไม้เท้า; Tibetan: འཁར་རྒྱུག; Turkish: baston, koltuk değneği; Ukrainian: тростина, палиця, ціпок, палка; Urdu: چھڑی; Uzbek: hassa, aso; Vietnamese: ba toong; Volapük: stütastaf; Welsh: ffon; Yiddish: גיין שטעקן; Zulu: induku ehamba