Anonymous

ἐλασσόω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(όω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
mNo edit summary
Line 24: Line 24:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλασσόω''': Ἀττ. -ττόω: ἀόρ. ἠλάττωσα, Λυσ. 130. 31, Πολύβ.: πρκμ. ἠλάττωκα, Διον. Ἁλ., κλ.: - Παθ., μέλλ. -ωθήσομαι, Θουκ. 5. 34, Δημ. 536. 5, ἀλλὰ μέσ. μέλλ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἡρόδ. 6. 11, Θουκ. 5. 104, 105: ἀόρ. ἠλασσώθην, -ττώθην ὁ αὐτ. 1. 77, Δημ. 140. 11: πρκμ. ἠλάττωμαι Πολύβ. Κάμνω τι μικρότερον, ἐλαττώνω, σμικρύνω, [[καταβιβάζω]] τὴν πόλιν Λυσ. 130. 31, Ἰσοκρ. 162 C· μετὰ γεν., ἀφαιρῶ ἀπό τινος, μὴ προστιθέναι τιμήν, ἀλλὰ μὴ ἐλασσοῦν τῆς ὑπαρχούσης Θουκ. 3. 42. ΙΙ. Παθ. 1) ἀπολ., [[γίνομαι]] μικρότερος, ἐλαττοῦμαι, ζημιώνομαι, εἶμαι εἰς χειροτέραν κατάστασιν, ὑποβιβάζομαι, Θουκ. 2. 62., 4. 59., 5 34, 43˙ [[ὡσαύτως]], [[λαμβάνω]] ὀλιγώτερον παρ’ ὅσον δικαιοῦμαι νὰ [[λάβω]], παραχωρῶ τὰ δικαιώματά μου, ὁ αὐτ. 1. 77, Δημ. 1287. 16˙ δὲν ἐκπληρῶ τὰς υποσχέσεις μου, φέρομαι οὐχὶ εἰλικρινῶς, Ἰσοκρ. 12 D· - ἐν κόσμῳ ἠλαττωμένῳ, ἐν ἀτελεῖ καταστάσει, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 2, 19. 2) μετὰ δοτ. πράγ., ὑπολείπομαι, νικῶμαι, καταβάλλομαι εἴς τι [[πρᾶγμα]], τῷ πολέμῳ Θουκ. 1. 115Ϗ ἀποδείκνυμαι [[κατώτερος]], τῇ ἐμπειρίᾳ ὁ αὐτ. 5. 72˙ πολλαῖς ναυσὶ Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 15˙ πᾶσι τούτοις [[αὐτόθι]] 6. 2. 28˙ ἠλαττωμένος τοῖς ὄμμασι, ἐπὶ μονοφθάλμου ἀνθρώπου, Πολύβ. 17. 4. 3. 3) μετὰ γεν. προσώπου, εὑρίσκομαι εἰς χειροτέραν ἢ δυσκολωτέραν θέσιν [[παρά]] τινα ἄλλον, πολλὰ μὲν οὖν ἔγωγ’ ἐλαττοῦμαι κατὰ τουνονὶ τὸν ἀγῶνα Αἰσχίνου Δημ. 226. 13˙ ἐλαττοῦσθαὶ τινός τινι Πλάτ. Ἀλκ. 1. 121Β πρβλ. Γοργ. 459 C. Ἴδε [[ἡσσάομαι]].
|lstext='''ἐλασσόω''': Ἀττ. -ττόω: ἀόρ. ἠλάττωσα, Λυσ. 130. 31, Πολύβ.: πρκμ. ἠλάττωκα, Διον. Ἁλ., κλ.: - Παθ., μέλλ. -ωθήσομαι, Θουκ. 5. 34, Δημ. 536. 5, ἀλλὰ μέσ. μέλλ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἡρόδ. 6. 11, Θουκ. 5. 104, 105: ἀόρ. ἠλασσώθην, -ττώθην ὁ αὐτ. 1. 77, Δημ. 140. 11: πρκμ. ἠλάττωμαι Πολύβ. Κάμνω τι μικρότερον, ἐλαττώνω, σμικρύνω, [[καταβιβάζω]] τὴν πόλιν Λυσ. 130. 31, Ἰσοκρ. 162 C· μετὰ γεν., ἀφαιρῶ ἀπό τινος, μὴ προστιθέναι τιμήν, ἀλλὰ μὴ ἐλασσοῦν τῆς ὑπαρχούσης Θουκ. 3. 42. ΙΙ. Παθ. 1) ἀπολ., [[γίνομαι]] μικρότερος, ἐλαττοῦμαι, ζημιώνομαι, εἶμαι εἰς χειροτέραν κατάστασιν, ὑποβιβάζομαι, Θουκ. 2. 62., 4. 59., 5 34, 43˙ [[ὡσαύτως]], [[λαμβάνω]] ὀλιγώτερον παρ’ ὅσον δικαιοῦμαι νὰ [[λάβω]], παραχωρῶ τὰ δικαιώματά μου, ὁ αὐτ. 1. 77, Δημ. 1287. 16˙ δὲν ἐκπληρῶ τὰς υποσχέσεις μου, φέρομαι οὐχὶ εἰλικρινῶς, Ἰσοκρ. 12 D· - ἐν κόσμῳ ἠλαττωμένῳ, ἐν ἀτελεῖ καταστάσει, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 2, 19. 2) μετὰ δοτ. πράγ., ὑπολείπομαι, νικῶμαι, καταβάλλομαι εἴς τι [[πρᾶγμα]], τῷ πολέμῳ Θουκ. 1. 115Ϗ ἀποδείκνυμαι [[κατώτερος]], τῇ ἐμπειρίᾳ ὁ αὐτ. 5. 72˙ πολλαῖς ναυσὶ Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 15˙ πᾶσι τούτοις [[αὐτόθι]] 6. 2. 28˙ ἠλαττωμένος τοῖς ὄμμασι, ἐπὶ μονοφθάλμου ἀνθρώπου, Πολύβ. 17. 4. 3. 3) μετὰ γεν. προσώπου, εὑρίσκομαι εἰς χειροτέραν ἢ δυσκολωτέραν θέσιν [[παρά]] τινα ἄλλον, πολλὰ μὲν οὖν ἔγωγ’ ἐλαττοῦμαι κατὰ τουνονὶ τὸν ἀγῶνα Αἰσχίνου Δημ. 226. 13˙ ἐλαττοῦσθαὶ τινός τινι Πλάτ. Ἀλκ. 1. 121Β πρβλ. Γοργ. 459 C. Ἴδε [[ἡσσάομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=(AM ἐλαττῶ, [[ἐλαττόω]]<br />Α και ἐλασσῶ, [[ἐλασσόω]])<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] λιγότερο ή μικρότερο<br /><b>2.</b> [[μειώνω]] κάποιον, [[μειώνω]] την [[αξία]] του<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ἐλαττοῦμαι</i><br /><b>1.</b> [[εξασθενώ]], [[γίνομαι]] [[ασθενικός]]<br /><b>2.</b> [[μειονεκτώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βλάπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[αφαιρώ]] [[κάτι]] από κάποιον<br /><b>2.</b> [[κόβω]], [[κονταίνω]]<br />II. <b>παθ.</b> <i>ἐλαττοῦμαι</i><br /><b>1.</b> ζημιώνομαι<br /><b>2.</b> [[παραχωρώ]] δικαιώματα, [[φαίνομαι]] [[υποχωρητικός]]<br /><b>3.</b> δεν [[ανταποκρίνομαι]] στις υποχρεώσεις μου<br /><b>4.</b> στερούμαι («ἐλασσούμενος ἄρτοις»)<br /><b>5.</b> ζημιώνομαι από [[κάτι]] («μὴ ἐλαττούμενος τοῦ κεφαλαίου καὶ τῶν τόκων»).
}}
}}
{{lsm
{{lsm