Anonymous

ὀρρωδέω: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
(CSV import)
 
Line 36: Line 36:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-ῶ (=[[φοβᾶμαι]], [[τρέμω]], [[ζαρώνω]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἀρχικά ἦταν [[ἀρρωδέω]] (ἰων.) καί μέ ἀφομοίωση τοῦ ἄτονου α μέ τό ω ἔγινε [[ὀρρωδέω]]. (Λατιν. [[horreo]] -[[horresco]]). Παλιά [[ἐτυμολογία]]: [[ὄρρος]] (=[[οὐρά]]) + [[δέος]] ἤ [[ἰδίω]] (=[[ἱδρώνω]]). Ἴσως ἀκόμη ἀπό τό ὀρρωδής (=[[δειλός]]) ἤ ἀπό τό α στερητ. + ρῶδος (=[[δύναμη]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀρρωδία]], [[ὀρρωδέως]].
|mantxt=-ῶ (=[[φοβᾶμαι]], [[τρέμω]], [[ζαρώνω]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἀρχικά ἦταν [[ἀρρωδέω]] (ἰων.) καί μέ ἀφομοίωση τοῦ ἄτονου α μέ τό ω ἔγινε [[ὀρρωδέω]]. (Λατιν. [[horreo]] -[[horresco]]). Παλιά [[ἐτυμολογία]]: [[ὄρρος]] (=[[οὐρά]]) + [[δέος]] ἤ [[ἰδίω]] (=[[ἱδρώνω]]). Ἴσως ἀκόμη ἀπό τό ὀρρωδής (=[[δειλός]]) ἤ ἀπό τό α στερητ. + ρῶδος (=[[δύναμη]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀρρωδία]], [[ὀρρωδέως]].
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[extimescere]]'', to [[dread greatly]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.32.4/ 5.32.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.9.2/ 6.9.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.14.1/ 6.14.1].
}}
}}